Πόθεν η λέξις πατσαβούρα

Το ΛΚΝ λέει ότι η πατσαβούρα προέρχεται από το ιταλικό spazzadura (και πώς το /d/ έγινε /v/;), αλλά στα τούρκικα η λέξη είναι paçavra, πολύ πιο κοντά δηλαδή στην πατσαβούρα τη δική μας, και δύο τούρκικα ετυμολογικά λεξικά [1][2] λένε πως το paçavra αυτό προέρχεται από τα περσικά (απροπό, το συσχετίζουν με τον πατσά), όπου είναι σύνθετη από πατσέ = άκρο πόδι, και αβρέ = πανί, άρα "πανί για τα πόδια".

Για την ιστορία, την αναζήτησή μου την προκάλεσε η εξής φράση:
"In former days, the standard of any European power was called, not flag, (sanjak), but rag, (patchavoor)", από το βιβλίο:
The Greek Exile: Or, A Narrative of the Captivity and Escape of Christophorus Plato Castanis, during the Massacre on the Island of Scio, by the Turks, together with various adventures in Greece and America (Philadelphia, Pa., 1851). [Google Books]

Η μορφή πατσαβούρ του Καστάνη διαφέρει από το στάνταρ πατσαβρά. Να ήταν πράγματι τούρκικη παραλλαγή; Ή πλασμένη από τα ελληνικά;
 

nickel

Administrator
Staff member
Αντιγράφω από το Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας:

πατσαβούρα < βεν. spazza(d)uro «σκούπισμα, σάρωμα» (με συμπροφορά στην αιτ. πληθ. και επανανάλυση /tis-spa/ > /tis-pa/, που οδήγησε σε αποβολή τού /s/) < ρ. spazzar «σκουπίζω, σαρώνω - αδειάζω, εξαλείφω» (πβ. λαϊκό σπατσάρω «καθαρίζω») < υστλατ. spatiare «καθαρίζω τον χώρο περιπάτου, το πεζοδρόμιο» < λατ. spatiari «περπατώ, βαδίζω». Το τουρκ. paçavra είναι δάνειο οπό την Ελληνική.

Υπογράμμισα την τελευταία πρόταση. Δεν ξέρω αν αυτό λύνει το μυστήριο. Επίσης, την άποψη του ΛΚΝ υποστηρίζει, εκτός από το Ετυμολογικό, και το Χρηστικό. Ελπίζω ότι δεν αντιγράφουν απλώς το ένα από το άλλο.

Οπότε θα θέλαμε να βρούμε αν η paçavra είναι από τα περσικά ή από τα ελληνικά.
 

daeman

Administrator
Staff member
Αντιγράφω και από το Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ν. Π. Ανδριώτη (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 3η Έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1983):

πατσαβούρα η, βενετ. spazzaura (H. Pernot. Parl. Chio 473). Απίθανη η παραγωγή του Δ. Γεωργακά στο Λεξ. Δελτ. 2, 132 από ελλ. *πετσαφούρι < πετσάφι < πέτσα. Το τουρκ. paçavra από το ελληνικό.
 
Last edited:
Κάποιες σκέψεις, χωρίς να είμαι ετυμολόγος:

1) καταλαβαίνω την συμπροφορά στην αιτ. εν., αλλά στην αιτ. πληθ.; Πόσο συχνά θα έλεγε κάποια "τις σπατσαβούρες", ώστε η ονομ. εν. να χάσει το σίγμα της; Και πόσες φορές, συγκριτικά, θα έλεγε "τη σπατσαβούρα", ώστε να μην το χάσει;
2) Το βενετσιάνικο ουσ., το ΛΚΝ το λέει spazzadura (θηλ.), του Ανδριώτη το λέει spazzaura, το ΕΛΝΕΛ το λέει spazza(d)uro (αρσ.). Στα ιταλικά είναι spazzatura, με t. Το αρσ. πρέπει να είναι λάθος, ίσως τυπογραφικό.
3) Αναφέρεται ο Hubert Pernot και η ντοπιολαλιά της Χίου (όπως το βιβλίο που διάβαζα). Πάντως η Χίος ήταν υπό τους Γενοβέζους, όχι υπό τους Βενετούς.
2) Η spazzadura θα έδινε τύπο σπατσαδούρα, όπως έχουμε του κόσμου τα παραδείγματα.
4) Η spazzaura θα μπορούσε άραγε να δώσει ένα /v/ και να γίνει -αβούρα;. Δεν έχω παραδείγματα στο μυαλό μου, πάντως το -αούρα μου φαίνεται πιο ευκολοπρόφερτο.

Ως προς το 4), ιδού τι δίνει το Αντίστροφο Αναστασιάδη-Συμεωνίδη:

καούρα, Ο:θε ανακαούρα, Ο:θε κλαούρα, Ο:θε παούρα, Ο:θε* πατσαούρα, Ο:θε* φαούρα, Ο:θε*
βαβούρα, Ο:θε γκραβούρα, Ο:θε μπραβούρα, Ο:θε* σαβούρα, Ο:θε πατσαβούρα, Ο:θε παλιοπατσαβούρα, Ο:θε

Οι προελεύσεις στη δεύτερη ομάδα είναι:
γκραβούρα-gravure, μπραβούρα-bravura, σαβούρα-zavorra, δηλαδή το β προέρχεται σε όλες τις περιπτώσεις από ένα ξένο /v/.
Δε βλέπω να αναπτύσσεται στα ελληνικά ένα /v/ εκ του μη όντος στη μέση ενός -αούρα, ώστε να προκύψει ένα -αβούρα. Για την τροπή -adura σε -αβούρα, είπα παραπάνω πως μου φαίνεται αδύνατη.

Επισυνάπτω τα λήμματα spazzadura-spazzaura του Λεξικού της Βενετσιάνικης Διαλέκτου του Giuseppe Boerio (1867), σ. 685.
Spazza(d)ura - πατσαβούρα.png
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μια σκέψη βλέποντας και το αμάρτυρο *πατσαούρα που δίνει ο Κώστας από το Αντίστροφο Αναστασιάδη-Συμεωνίδη και την επιμονή όλων των λεξικών στο ότι το τουρκικό προήλθε από τα ελληνικά. Υπάρχει περίπτωση να υπήρξε η πορεία πατσαούρα > paçavra > πατσαβούρα, με άλλα λόγια, το «ου» να έγινε «β» στα τουρκικά και να επέστρεψε από εκεί σαν αντιδάνειο; Χρόνος (αιώνες...) επαρκής αναμφίβολα υπήρξε εφόσον υπάρχει τέτοιος μηχανισμός.
 

Zazula

Administrator
Staff member
1) καταλαβαίνω την συμπροφορά στην αιτ. εν., αλλά στην αιτ. πληθ.; Πόσο συχνά θα έλεγε κάποια "τις σπατσαβούρες", ώστε η ονομ. εν. να χάσει το σίγμα της; Και πόσες φορές, συγκριτικά, θα έλεγε "τη σπατσαβούρα", ώστε να μην το χάσει;
Συμπροφορά με επανανάλυση μπορείς να έχεις κάλλιστα και στη γεν. εν.: της σπατσαβούρας > της πατσαβούρας.
 
Συμπροφορά με επανανάλυση μπορείς να έχεις κάλλιστα και στη γεν. εν.: της σπατσαβούρας > της πατσαβούρας.
Μα η γενική δεν είναι σπάνια έτσι κι αλλιώς; Ίσως γι' αυτό δεν τέθηκε καν στο τραπέζι, και υπέθεσαν την αιτ. πληθ.
 
Top