Μειονοτικές γλώσσες

Katsik35

Active member
Ελπίζω να έβαλα την ανάρτηση αυτή στο σωστό νήμα.
Συζητώντας με φίλους για την αντιμετώπιση των μειονοτικών γλωσσών στην Ελλάδα θυμήθηκα ένα περιστατικό που περιγραφόταν στο αναγνωστικό μου περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50:

Πηγαίνει ο επιθεωρητής στην τάξη και ρωτά τους μαθητές αν ξέρουν και άλλες γλώσσες εκτός από τα ελληνικά. Ένα παιδάκι σηκώνει το χέρι του.

  • Και πώς λένε το ψωμί στη γλώσσα αυτή; ρωτά ο επιθεωρητής.
  • «Μαρό» απαντά το παιδάκι.
  • Σκασμός! φωνάζει ο δάσκαλος, χτυπώντας δυνατά τον χάρακα στην έδρα.
Θυμάται κανείς σας αυτήν την ιστορία; Θα ήθελα να μάθω πώς τελειώνει, αν δηλ. δηλώνεται σαφώς ότι στην Ελλάδα αγνοούμε/περιορίζουμε/καταστέλλουμε τις μειονοτικές γλώσσες ή κάπως αλλιώς.

Σας ευχαριστώ προκαταβολικά.
 
Ὁ δάσκαλος μ’ ἄφησε ἐλεύθερον˙ ἀκολουθοῦσε μόνον μὲ τὰ μάτια, ζωηρεμένα τώρα σὰ μάτια νεανικὰ, πότε τὰ παιδιὰ του καὶ πότε ἐμένα.
Τὰ ρώτησα:
– Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ξέρετε ἄλλη γλῶσσα;
– Ξέρομε, ἀπάντησε μονάχα ἡ Θεσσαλονίκη.
Ὁ δάσκαλος πήγε κοντὰ της σιγὰ-σιγὰ.
– Καὶ πῶς τὸ λένε τὸ ψωμὶ σ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα;
Μαρὸ˙ εἶπε ἡ Θεσσαλονίκη.
– Σιωπὴ! Εἶπε μὲ ὀργὴ ὁ δάσκαλος˙ καὶ ἡ ρίγα του μ’ ἕναν ξηρό κρότο στὸ θρανίο συμπλήρωσε τὴν παιδαγωγικὴ τοῦ Γυφτοδασκάλου.
– Ξέρουν καὶ τραγούδια δάσκαλε;
– Πὼς δὲν ξέρουν; Θέλετε τροπάρια ἐκκλησιαστικὰ;
– Τὸν ὕμνο στὴν Ἐλευθερία τὸν ξέρουν;
– Τὶ θὰ πῇ αὐτὸ; τὸν ὕμνο δὲ θὰ ξέρουν; Τὸν ἤξεραν καὶ τὸν τραγουδοῦσαν οἱ μανάδες τους στὸν καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς καὶ δὲ θὰ τὸν ξέρουν αὐτὰ;
Τὰ παιδάκια σηκώθηκαν, διώρθωσαν ταὰ φτωχικὰ τους φορέματα,ὁ δάσκαλος ἔβγαλε μιὰ σκούφια, ποὺ φοροῦσε στὸ φαλακρὸ του κεφάλι, βγάλαμε καὶ μεῖς τὰ πηλήκια καὶ σταθήκαμε σὲ προσοχὴ.
Ὁ δάσκαλος χτύπησε μιὰ ρίγα στὸ θρανίο καὶ τὰ γυφτόπουλα εἶπαν τὸν ὕμνο˙ εἶπαν πολλὲς στροφὲς, ἔλεγαν ὅλα τὰ λόγια σωστὰ καὶ ἡ μουσικὴ τους δὲν ἦταν πολὺ παράτονη˙ μόνο που ὁ δάσκαλος χτυποῦσε πολὺ συχνὰ τὸ θρανίο μὲ τὴ ρίγα καὶ κινοῦσε τόσο ζωηρὰ τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του, ὥστε τοῦ λύθηκε μιὰ καλτσοδέτα, ἀλλὰ ἔσκυψε νὰ τὴν δέσῃ˙ εἶχε ἱδρῶσει καὶ μεῖς δὲν κοιτάζαμε πιὰ νὰ κρύψωμε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον τὰ μάτια μας τὰ δακρυσμένα.
Ἡ Θεσσαλονίκη μὲ μιὰ δυνατὴ καὶ γλυκειὰ φωνὴ, ἀρκετὰ ἁρμονικὴ, πρωτοστατοῦσε καὶ μὲ τὸ στόμα της καὶ μὲ τὰ μάτια της.
Ὁ δάσκαλος τὴ χάϊδεψε ὅταν τελείωσε καὶ τῆς εἶπε:
– Γιὰ τελευταία φορὰ θὰ σοῦ συγχωρήσω τὸ μεγάλο ἔγκλημα, ποὺ ἔκαμες σήμερα, Θεσσαλονίκη.
– Ἄν τὸ ξανακάνω, δάσκαλε, νὰ μὲ σκοτώσῃς.
– Δὲν ἔχω ἀνάγκη, φτάνει νὰ τὸ πῶ τῆς Μαρίας.
– Ἡ Μαρία, ποὺ τὴ φοβέρισες, ποιὰ εἶναι; ρωτήσαμε.
– Ἡ μάννα της˙ ἔτσι ἦταν καὶ κείνη ζωηρὴ˙ μὰ τώρα ἔγινε ἡ καλύτερη νοικοκυρὰ.
– Τὴν εἶχες μαθήτρια καὶ τὴ μητέρα της;
– Καὶ τὴ μητέρα τῆς μητέρας της˙ ἔχω σαράντα χρόνια δάσκαλος σ’ αὐτὸ τὸ χωριὸ˙ νὰ, σὲ τρεῖς μῆνες κλειοῦν σαράντα χρόνια ἐδῶ, ποὺ βλέπετε.
– Καὶ ποιὸς σὲ πληρώνει;
– Οἱ χωρικοὶ˙ ποιὸς θᾶ μὲ πλήρωνε; ὁ ἀγᾶς, ποὺ εἴχαμε, ποὺ μᾶς ἔβγανε ἀπὸ τὴ λειτουργία μὲ τὸ βούρδουλα, γιὰ νὰ μᾶς στείλῃ νὰ θερίσωμεν τὴν Κυριακὴ; Οἱ χωρικοὶ οἱ καημένοι μούδιναν μιὰ λίρα τὸ μῆνα καὶ τὸ ψωμὶ μου καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν κι αὐτοί. Φτωχόκοσμος, βλέπεις, τὸ χωριὸ ἦταν τσιφλίκι˙ δὲν εἶχαν δικὰ τους χωράφια. Κι ἔπειτα εἶναι ἐργατικοὶ πολὺ καὶ οἰκονόμοι˙ ξέρουν καὶ τὴν τέχνη˙ πλέκουν καλάθια. Τώρα, δόξα νάχῃ ὁ Θεὸς, ποὺ ἀπόχτησαν χωράφια, ζοῦν καλύτερα, μοῦ αὔξησαν καὶ μένα τὸ μισθὸ μου.
– Μὰ τώρα δὲ σὲ πληρώνει ἡ Κυβέρνησι; Ρώτησε ὁ βασιλικὸς ἀντεπίτροπος.
– Ὄχι, δυστυχὼς δὲν ἀναγνωρίστηκα˙ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, δὲν εἶχα καὶ κανένα προσὸν˙ δὲν ἔχω οὔτε ἀπολυτήριο σχολαρχείου˙ πῶς ν’ ἀναγνωρισθῶ;
– Καὶ τὰ γράμματα ποῦ τἄμαθες λοιπὸν;
– Ποιά γράμματα, καπετάνιο μου; τὰ σπουδαῖα γράμματα, ποὺ ξέρω;Ἔ! σαράντα χρὸνια κάνω τὸ δάσκαλο· πήγαινα καὶ καμμιὰ φορὰ καὶ στὴν Καβάλλα, καὶ πρὸ πάντων στὶς Σέρρες, ὅπου εἴχαμε ἕνα μεγάλο παιδαγωγό, τὸν Μαρούλη˙ μὲ προστάτευε πολὺ καὶ μ’ ὡδηγοῦσε. Ἔ! ἔτσι κάτι ἔμαθα. Τὸν ὕμνο τὸν διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο καὶ τὸν ἔμαθα ὅλον ἀπ’ ἔξω· ἔπειτα ἄκουσα νὰ τὸν ψάλλῃ μιὰ δασκάλα ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ποὺ εἶχαν στὸ Πράβι· τὸν δίδασκε κρυφὰ στὴ Μητρόπολι. ῎Ε! ἔτσι κάτι πῆρα˙τώρα καλὰ – καλὰ ἡ δουλειὰ ἔγινε· αὐτὸ μποροῦσα, αὐτὸ ἔκαμα.
– Ὤ! καὶ ἔκαμες τόσα πολλά, φτωχέ μου δάσκαλε! Σχόλασε τώρα τὰ παιδιά, νὰ μὴν περιμένουν.
– Ἄ! δὲν τὰ μέλει˙ τοὺς ἀρέσει πολὺ νὰ βλέπουν Ἕλληνες ἀξιωματικοὺς καὶ ν’ ἀκοῦν τὶς κουβέντες τους! Ἄ! δόξα νάχῃ ὁ μεγαλοδύναμος· ζήσαμε καὶ τὸ εἴδαμε· φτάνει αὐτό. ῎Ελα τώρα, προσευχὴ καὶ νὰ φύγετε· καὶ φρόνιμα στὸ δρόμο, καὶ σύ, Θεσσαλονίκη, εἴπαμε ἄλλη φορά…
– ῎Εννοια σου, δάσκαλέ μου, ἔννοια σου.
Στὴν πόρτα στεκόταν ὁ Εὐρυβιάδης μὲ τὸ κουτί του καὶ διαλαλοῦσε τὶς σταφίδες του. Μὰ δύο μόνο παιδάκια εἶχαν πεντάρες, γιὰ ν’ ἀγοράσουν˙τὸ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη. Ἔφαγε κι αὐτή, μοίρασε καὶ στὰ μικρά, ποὺ τὴν τριγύρισαν. Αὐτὸ ἔφερε μιὰ ἔμπνευσι στὸν ἀντεπίτροπο.
– Πόσο θέλεις, Εὐρυβιάδη, γιὰ ὅλο τὸ κουτί σου; ρώτησε τὸ προσφυγόπουλο.
– Τρεῖς δραχμές, πάρε το δυόμιση.
Ὁ ἀντεπίτροπος πλήρωσε, δώσαμε κάτι καὶ οἱ ἄλλοι καὶ πήραμε ὅλη τὴ σταφίδα καὶ τὴ μοιράσαμε στὰ παιδιά!
Τὸ τί ἔγινε, ὁ καθένας τὸ φαντάζεται· πόση εὐτυχία σκόρπιζε ἡ μαυρομάτα τοῦ Μωριᾶ στὰ μαυρομάτικα ἐκεῖνα γυφτόπουλα! Στὸ τέλος μᾶς ἔκαμαν διαδήλωσι σωστὴ φωνάζοντας «ζήτω».
– Θέλετε τώρα νὰ ἰδῆτε καὶ τὸ χωριό μας; μᾶς ρώτησε ὁ δάσκαλος.
– Ἀκοῦς, δὲ θέλομε;
– Ἔχομε καὶ μιὰ παλιὰ ἐκκλησία καὶ ἕνα ἁγίασμα καὶ ἕνα Εὐαγγέλιο θαυματουργό˙ πᾶμε νὰ τὰ ἰδῆτε πρὶν νυκτώσῃ.
Πήγαμε. Στὸ δρόμο κουβεντιάζοντας μάθαμε πὼς ὁ δάσκαλος λεγόταν Γεώργιος Οἰκονομίδης – σὰν τί μπορεῖ νὰ πῇ ἕνα τέτοιο ὄνομα! – πὼς ἦταν ψάλτης, παντρεμένος μὲ πέντε παιδιὰ καὶ ὅτι τὰ δύο ἀπ’ αὐτὰ τὰ μικρότερα ἤτανε στρατιῶτες, καθὼς καὶ ἕνα ἐγγόνι του ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο κορίτσι του, ἄλλα στὴν παλιὰ ῾Ελλάδα καὶ ἄλλα στὴν Ἤπειρο. Μάθαμε ἀκόμα, ὅτι τὸ σχολεῖο τὸ εἶχαν χτίσει μὲ τὰ χέρια τους οἱ χωρικοί, ὅτι τὰ θρανία καὶ τοὺς πίνακες τὰ εἶχε φτιάσει μὲ τὰ χέρια του ὁ δάσκαλος, ὅτι τὸν τόπο καὶ τὴν πέτρα τὰ εἶχε παραχωρήσει ἕνας παλιὸς ἀγᾶς, πληρώνοντας ἔτσι τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας του, ποὺ τὴ χρωστοῦσε στὸ ἁγίασμα τῆς ἁγίας Μαρίνας.
Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία˙ μιὰ ἐκκλησία παλιά, βαθειά, σκοτεινή, σωστὴ δουλείας ἐκκλησία καὶ γιὰ τοῦτο πιὸ ἐπιβλητική, πιὸ κατανυχτική.
῾Ο δάσκαλος μᾶς ἔδειξε τὸ θαυματουργὸ Εὐαγγέλιο. Ἦταν ἕνα Εὐαγγέλιο παλιό, ποὺ τὰ ξώφυλλά του ἦταν στολισμένα βαριὰ μὲ ἀσήμι καὶ μὲ χρυσάφι. Φιλήσαμε μὲ ἀληθινὴ εὐλάβεια τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Γυφτοχωριοῦ καὶ μπήκαμε ἀπὸ κεῖ στὸν περίβολο, ποὺ ἀποτελοῦσε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό. Στὴ μέση ἡ μεγάλη σιταποθήκη τοῦ ἀγᾶ καὶ γῦρο τὰ καλυβόσπιτα τῶν ραγιάδων. Γυναικοῦλες καὶ γέροι κάθονταν στὶς πορτοῦλες τους καὶ ἔπλεκαν καλάθια· παιδιὰ πλῆθος φτερούγιζαν στὸν ἐλεύθερο χῶρο, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα ἀπὸ τὴ σιταποθήκη καὶ τὰ καλυβόσπιτα καὶ θορυβοῦσαν σὰ σπουργίτια· σταθήκαμε σὲ μιὰ πορτούλα καὶ καλησπερίσαμε μιὰ γριὰ καὶ μιὰ νέα, ποὺ ἔπλεκε κάλτσα.
– ᾽Εσὺ δὲν πλέκεις καλάθια;
– ῎Ε! Δόξα σοι ὁ Θεός· ἔπλεξα κι’ ἐγὼ πολλά!
– Αὐτή, μᾶς εἶπε ὁ δάσκαλος, εἶναι ἡ Μαρία, ποὺ ἀκούσατε, ἡ μητέρα τῆς Θεσσαλονίκης.
– Ἄ! νὰ σοῦ ζήσῃ, κυρα – Μαρία, εἶναι τόσο ἔξυπνο κοριτσάκι καὶ τόσο ὄμορφο, εἶπε κάποιος ἀπὸ μᾶς.
– Κάλλιο νὰ μὴ μοῦ ζὴσῃ! εἶπεν ἡ κυρα – Μαρία, καὶ τὰ κατάμαυρα μάτια της ἄστραψαν ἄγρια˙ ἂν δὲν μάθῃ γνῶσι, κάλλιο νὰ μὴ μοῦ ζήσῃ· ἢ λέτε, πὼς δὲν τἄμαθα ἐγὼ τὰ παλιόλογα, ποὺ εἶπε στὸ σχολεῖο μέσα; Ἀλλὰ ποῦ εἶναί την; Τὸ κατάλαβε καὶ τράβηξε κάτω στὸ χωράφι, στὸν πατέρα της˙ μὰ κάποτε θάρθῃ καὶ θὰ λογαριαστοῦμε.
Καὶ δάγκασε μὲ μανία τὸ δάχτυλό της ἡ Μαρία.
– Μὰ τί εἶπε; ρωτὴσαμε μὲ ἀπορία.
– Αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπε, μᾶς ἐξήγησε ὁ δάσκαλος, πὼς λένε τὸ ψωμί˙ἐδῶ δὲν ἐπιτρέπουμε αὐτὴ τὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ τὴν ἀκοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γέρους.
– Ποιούς γέρους, δάσκαλε; ρώτησε μὲ θυμὸ ἡ γριά, ἡ μάννα τῆς Μαρίας˙ δὲν ξέρεις τί λὲς τοῦ λόγου σου καὶ νὰ μὲ συμπαθᾷς˙ ποιός μιλᾷ σπίτι μας ἄλλη ἀπὸ τὴ γλῶσσά μας!
– Μὰ δὲ σοῦ εἶπα, χριστιανή μου, στὸ σπίτι σας, μὰ νά, οἱ πολὺ γέροι τὴ θυμοῦνται, βλέπεις, ἀκόμα…
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἔγινε τριγῦρο μας, μιὰ μικρὴ τρικυμία˙ ἕνα κοριτσάκι ὥρμησε μὲ φωνὲς καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὸ δάσκαλο καὶ μιὰ γυναῖκα ἀγριεμένη τὸ κυνηγοῦσε.
– Θὰ σὲ σκοτώσω, μὲ τὰ παλιόλογα ποὺ λές…
Γνωρίσαμε ἀμέσως τὴν κακομοίρα τὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὴ φοβερὴ τὴ μάννα της καὶ καταλάβαμε, πὼς πλήρωνε ἀκριβὰ τὸ «μαρό», ποὺ μᾶς εἶχε πῆ. Τὴν κρύψαμε λοιπόν, ὅσο μπορούσαμε, ἀλλὰ ἡ Μαρία ἦταν ἀκαταμάχητη. Καὶ τότε, σὰν ξεθύμανε, γέλασε λίγο καὶ γύρισε καὶ ἔφυγε μὲ βάδισμα θριαμβευτικό.
Ὅταν φύγαμε ἀπὸ τὸ Γυφτοχώρι καὶ ἀποχαιρετήσαμε τὸν Γυφτοδάσκαλο, εἴχαμε ἀκόμα τὸ γέλιο στὸ στόμα καὶ τὰ δάκρυα στὰ μάτια, ἀλλὰ σωπαίναμε:
– ᾽Εγώ, μοῦ εἶπε κάποια στιγμὴ ὁ Θανάσης, ἂν ἤμουν σὰν ἐσένα, γυρίζοντας στὴν Ἀθήνα θὰ ἔκανα μιὰ ἐγκύκλιο σὲ ὅλους τοὺς δασκάλους τῆς Μακεδονίας καὶ θὰ τοὺς φοβέριζα, πώς, ἂν δὲν γίνουν ὅλοι σὰν τὸν Γυφτοδάσκαλο, θὰ τοὺς παύσω.
– Κι ἐγώ, εἶπε ὁ Πρόεδρος, ἀντὶ γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ ἔκανα σὲ ὅλους τοὺς δασκάλους καὶ σὲ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους καὶ σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες μιὰ ἐγκύκλιο μὲ μιὰ μόνη λέξι, ποὺ περιλαμβάνει κάθε συμβουλὴ καὶ κάθε σύστημα καὶ φιλοσοφία.
– Δηλαδή;
– Τὴ μαγικὴ λέξι, ποὺ ἄφησε γιὰ διαθήκη του, στὴν ἀνθρωπότητα, ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος: «Λαμπορέμους».Ἂς ἐργαζώμεθα.

Ἀντώνιος Τραυλαντώνης


ΠΗΓΗ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Β’ Γυμνασίου (1957)

https://averoph.wordpress.com/2014/04/28/ο-γυφτοδασκαλοσ/
 
Ὁ δάσκαλος μ’ ἄφησε ἐλεύθερον˙ ἀκολουθοῦσε μόνον μὲ τὰ μάτια, ζωηρεμένα τώρα σὰ μάτια νεανικὰ, πότε τὰ παιδιὰ του καὶ πότε ἐμένα.
Τὰ ρώτησα:
– Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ξέρετε ἄλλη γλῶσσα;
– Ξέρομε, ἀπάντησε μονάχα ἡ Θεσσαλονίκη.
Ὁ δάσκαλος πήγε κοντὰ της σιγὰ-σιγὰ.
– Καὶ πῶς τὸ λένε τὸ ψωμὶ σ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα;
Μαρὸ˙ εἶπε ἡ Θεσσαλονίκη.
– Σιωπὴ! Εἶπε μὲ ὀργὴ ὁ δάσκαλος˙ καὶ ἡ ρίγα του μ’ ἕναν ξηρό κρότο στὸ θρανίο συμπλήρωσε τὴν παιδαγωγικὴ τοῦ Γυφτοδασκάλου.
– Ξέρουν καὶ τραγούδια δάσκαλε;
– Πὼς δὲν ξέρουν; Θέλετε τροπάρια ἐκκλησιαστικὰ;
– Τὸν ὕμνο στὴν Ἐλευθερία τὸν ξέρουν;
– Τὶ θὰ πῇ αὐτὸ; τὸν ὕμνο δὲ θὰ ξέρουν; Τὸν ἤξεραν καὶ τὸν τραγουδοῦσαν οἱ μανάδες τους στὸν καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς καὶ δὲ θὰ τὸν ξέρουν αὐτὰ;
Τὰ παιδάκια σηκώθηκαν, διώρθωσαν ταὰ φτωχικὰ τους φορέματα,ὁ δάσκαλος ἔβγαλε μιὰ σκούφια, ποὺ φοροῦσε στὸ φαλακρὸ του κεφάλι, βγάλαμε καὶ μεῖς τὰ πηλήκια καὶ σταθήκαμε σὲ προσοχὴ.
Ὁ δάσκαλος χτύπησε μιὰ ρίγα στὸ θρανίο καὶ τὰ γυφτόπουλα εἶπαν τὸν ὕμνο˙ εἶπαν πολλὲς στροφὲς, ἔλεγαν ὅλα τὰ λόγια σωστὰ καὶ ἡ μουσικὴ τους δὲν ἦταν πολὺ παράτονη˙ μόνο που ὁ δάσκαλος χτυποῦσε πολὺ συχνὰ τὸ θρανίο μὲ τὴ ρίγα καὶ κινοῦσε τόσο ζωηρὰ τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του, ὥστε τοῦ λύθηκε μιὰ καλτσοδέτα, ἀλλὰ ἔσκυψε νὰ τὴν δέσῃ˙ εἶχε ἱδρῶσει καὶ μεῖς δὲν κοιτάζαμε πιὰ νὰ κρύψωμε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον τὰ μάτια μας τὰ δακρυσμένα.
Ἡ Θεσσαλονίκη μὲ μιὰ δυνατὴ καὶ γλυκειὰ φωνὴ, ἀρκετὰ ἁρμονικὴ, πρωτοστατοῦσε καὶ μὲ τὸ στόμα της καὶ μὲ τὰ μάτια της.
Ὁ δάσκαλος τὴ χάϊδεψε ὅταν τελείωσε καὶ τῆς εἶπε:
– Γιὰ τελευταία φορὰ θὰ σοῦ συγχωρήσω τὸ μεγάλο ἔγκλημα, ποὺ ἔκαμες σήμερα, Θεσσαλονίκη.
– Ἄν τὸ ξανακάνω, δάσκαλε, νὰ μὲ σκοτώσῃς.
– Δὲν ἔχω ἀνάγκη, φτάνει νὰ τὸ πῶ τῆς Μαρίας.
– Ἡ Μαρία, ποὺ τὴ φοβέρισες, ποιὰ εἶναι; ρωτήσαμε.
– Ἡ μάννα της˙ ἔτσι ἦταν καὶ κείνη ζωηρὴ˙ μὰ τώρα ἔγινε ἡ καλύτερη νοικοκυρὰ.
– Τὴν εἶχες μαθήτρια καὶ τὴ μητέρα της;
– Καὶ τὴ μητέρα τῆς μητέρας της˙ ἔχω σαράντα χρόνια δάσκαλος σ’ αὐτὸ τὸ χωριὸ˙ νὰ, σὲ τρεῖς μῆνες κλειοῦν σαράντα χρόνια ἐδῶ, ποὺ βλέπετε.
– Καὶ ποιὸς σὲ πληρώνει;
– Οἱ χωρικοὶ˙ ποιὸς θᾶ μὲ πλήρωνε; ὁ ἀγᾶς, ποὺ εἴχαμε, ποὺ μᾶς ἔβγανε ἀπὸ τὴ λειτουργία μὲ τὸ βούρδουλα, γιὰ νὰ μᾶς στείλῃ νὰ θερίσωμεν τὴν Κυριακὴ; Οἱ χωρικοὶ οἱ καημένοι μούδιναν μιὰ λίρα τὸ μῆνα καὶ τὸ ψωμὶ μου καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν κι αὐτοί. Φτωχόκοσμος, βλέπεις, τὸ χωριὸ ἦταν τσιφλίκι˙ δὲν εἶχαν δικὰ τους χωράφια. Κι ἔπειτα εἶναι ἐργατικοὶ πολὺ καὶ οἰκονόμοι˙ ξέρουν καὶ τὴν τέχνη˙ πλέκουν καλάθια. Τώρα, δόξα νάχῃ ὁ Θεὸς, ποὺ ἀπόχτησαν χωράφια, ζοῦν καλύτερα, μοῦ αὔξησαν καὶ μένα τὸ μισθὸ μου.
– Μὰ τώρα δὲ σὲ πληρώνει ἡ Κυβέρνησι; Ρώτησε ὁ βασιλικὸς ἀντεπίτροπος.
– Ὄχι, δυστυχὼς δὲν ἀναγνωρίστηκα˙ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, δὲν εἶχα καὶ κανένα προσὸν˙ δὲν ἔχω οὔτε ἀπολυτήριο σχολαρχείου˙ πῶς ν’ ἀναγνωρισθῶ;
– Καὶ τὰ γράμματα ποῦ τἄμαθες λοιπὸν;
– Ποιά γράμματα, καπετάνιο μου; τὰ σπουδαῖα γράμματα, ποὺ ξέρω;Ἔ! σαράντα χρὸνια κάνω τὸ δάσκαλο· πήγαινα καὶ καμμιὰ φορὰ καὶ στὴν Καβάλλα, καὶ πρὸ πάντων στὶς Σέρρες, ὅπου εἴχαμε ἕνα μεγάλο παιδαγωγό, τὸν Μαρούλη˙ μὲ προστάτευε πολὺ καὶ μ’ ὡδηγοῦσε. Ἔ! ἔτσι κάτι ἔμαθα. Τὸν ὕμνο τὸν διάβασα σ’ ἕνα βιβλίο καὶ τὸν ἔμαθα ὅλον ἀπ’ ἔξω· ἔπειτα ἄκουσα νὰ τὸν ψάλλῃ μιὰ δασκάλα ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, ποὺ εἶχαν στὸ Πράβι· τὸν δίδασκε κρυφὰ στὴ Μητρόπολι. ῎Ε! ἔτσι κάτι πῆρα˙τώρα καλὰ – καλὰ ἡ δουλειὰ ἔγινε· αὐτὸ μποροῦσα, αὐτὸ ἔκαμα.
– Ὤ! καὶ ἔκαμες τόσα πολλά, φτωχέ μου δάσκαλε! Σχόλασε τώρα τὰ παιδιά, νὰ μὴν περιμένουν.
– Ἄ! δὲν τὰ μέλει˙ τοὺς ἀρέσει πολὺ νὰ βλέπουν Ἕλληνες ἀξιωματικοὺς καὶ ν’ ἀκοῦν τὶς κουβέντες τους! Ἄ! δόξα νάχῃ ὁ μεγαλοδύναμος· ζήσαμε καὶ τὸ εἴδαμε· φτάνει αὐτό. ῎Ελα τώρα, προσευχὴ καὶ νὰ φύγετε· καὶ φρόνιμα στὸ δρόμο, καὶ σύ, Θεσσαλονίκη, εἴπαμε ἄλλη φορά…
– ῎Εννοια σου, δάσκαλέ μου, ἔννοια σου.
Στὴν πόρτα στεκόταν ὁ Εὐρυβιάδης μὲ τὸ κουτί του καὶ διαλαλοῦσε τὶς σταφίδες του. Μὰ δύο μόνο παιδάκια εἶχαν πεντάρες, γιὰ ν’ ἀγοράσουν˙τὸ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἡ Θεσσαλονίκη. Ἔφαγε κι αὐτή, μοίρασε καὶ στὰ μικρά, ποὺ τὴν τριγύρισαν. Αὐτὸ ἔφερε μιὰ ἔμπνευσι στὸν ἀντεπίτροπο.
– Πόσο θέλεις, Εὐρυβιάδη, γιὰ ὅλο τὸ κουτί σου; ρώτησε τὸ προσφυγόπουλο.
– Τρεῖς δραχμές, πάρε το δυόμιση.
Ὁ ἀντεπίτροπος πλήρωσε, δώσαμε κάτι καὶ οἱ ἄλλοι καὶ πήραμε ὅλη τὴ σταφίδα καὶ τὴ μοιράσαμε στὰ παιδιά!
Τὸ τί ἔγινε, ὁ καθένας τὸ φαντάζεται· πόση εὐτυχία σκόρπιζε ἡ μαυρομάτα τοῦ Μωριᾶ στὰ μαυρομάτικα ἐκεῖνα γυφτόπουλα! Στὸ τέλος μᾶς ἔκαμαν διαδήλωσι σωστὴ φωνάζοντας «ζήτω».
– Θέλετε τώρα νὰ ἰδῆτε καὶ τὸ χωριό μας; μᾶς ρώτησε ὁ δάσκαλος.
– Ἀκοῦς, δὲ θέλομε;
– Ἔχομε καὶ μιὰ παλιὰ ἐκκλησία καὶ ἕνα ἁγίασμα καὶ ἕνα Εὐαγγέλιο θαυματουργό˙ πᾶμε νὰ τὰ ἰδῆτε πρὶν νυκτώσῃ.
Πήγαμε. Στὸ δρόμο κουβεντιάζοντας μάθαμε πὼς ὁ δάσκαλος λεγόταν Γεώργιος Οἰκονομίδης – σὰν τί μπορεῖ νὰ πῇ ἕνα τέτοιο ὄνομα! – πὼς ἦταν ψάλτης, παντρεμένος μὲ πέντε παιδιὰ καὶ ὅτι τὰ δύο ἀπ’ αὐτὰ τὰ μικρότερα ἤτανε στρατιῶτες, καθὼς καὶ ἕνα ἐγγόνι του ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο κορίτσι του, ἄλλα στὴν παλιὰ ῾Ελλάδα καὶ ἄλλα στὴν Ἤπειρο. Μάθαμε ἀκόμα, ὅτι τὸ σχολεῖο τὸ εἶχαν χτίσει μὲ τὰ χέρια τους οἱ χωρικοί, ὅτι τὰ θρανία καὶ τοὺς πίνακες τὰ εἶχε φτιάσει μὲ τὰ χέρια του ὁ δάσκαλος, ὅτι τὸν τόπο καὶ τὴν πέτρα τὰ εἶχε παραχωρήσει ἕνας παλιὸς ἀγᾶς, πληρώνοντας ἔτσι τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας του, ποὺ τὴ χρωστοῦσε στὸ ἁγίασμα τῆς ἁγίας Μαρίνας.
Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία˙ μιὰ ἐκκλησία παλιά, βαθειά, σκοτεινή, σωστὴ δουλείας ἐκκλησία καὶ γιὰ τοῦτο πιὸ ἐπιβλητική, πιὸ κατανυχτική.
῾Ο δάσκαλος μᾶς ἔδειξε τὸ θαυματουργὸ Εὐαγγέλιο. Ἦταν ἕνα Εὐαγγέλιο παλιό, ποὺ τὰ ξώφυλλά του ἦταν στολισμένα βαριὰ μὲ ἀσήμι καὶ μὲ χρυσάφι. Φιλήσαμε μὲ ἀληθινὴ εὐλάβεια τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Γυφτοχωριοῦ καὶ μπήκαμε ἀπὸ κεῖ στὸν περίβολο, ποὺ ἀποτελοῦσε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό. Στὴ μέση ἡ μεγάλη σιταποθήκη τοῦ ἀγᾶ καὶ γῦρο τὰ καλυβόσπιτα τῶν ραγιάδων. Γυναικοῦλες καὶ γέροι κάθονταν στὶς πορτοῦλες τους καὶ ἔπλεκαν καλάθια· παιδιὰ πλῆθος φτερούγιζαν στὸν ἐλεύθερο χῶρο, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα ἀπὸ τὴ σιταποθήκη καὶ τὰ καλυβόσπιτα καὶ θορυβοῦσαν σὰ σπουργίτια· σταθήκαμε σὲ μιὰ πορτούλα καὶ καλησπερίσαμε μιὰ γριὰ καὶ μιὰ νέα, ποὺ ἔπλεκε κάλτσα.
– ᾽Εσὺ δὲν πλέκεις καλάθια;
– ῎Ε! Δόξα σοι ὁ Θεός· ἔπλεξα κι’ ἐγὼ πολλά!
– Αὐτή, μᾶς εἶπε ὁ δάσκαλος, εἶναι ἡ Μαρία, ποὺ ἀκούσατε, ἡ μητέρα τῆς Θεσσαλονίκης.
– Ἄ! νὰ σοῦ ζήσῃ, κυρα – Μαρία, εἶναι τόσο ἔξυπνο κοριτσάκι καὶ τόσο ὄμορφο, εἶπε κάποιος ἀπὸ μᾶς.
– Κάλλιο νὰ μὴ μοῦ ζὴσῃ! εἶπεν ἡ κυρα – Μαρία, καὶ τὰ κατάμαυρα μάτια της ἄστραψαν ἄγρια˙ ἂν δὲν μάθῃ γνῶσι, κάλλιο νὰ μὴ μοῦ ζήσῃ· ἢ λέτε, πὼς δὲν τἄμαθα ἐγὼ τὰ παλιόλογα, ποὺ εἶπε στὸ σχολεῖο μέσα; Ἀλλὰ ποῦ εἶναί την; Τὸ κατάλαβε καὶ τράβηξε κάτω στὸ χωράφι, στὸν πατέρα της˙ μὰ κάποτε θάρθῃ καὶ θὰ λογαριαστοῦμε.
Καὶ δάγκασε μὲ μανία τὸ δάχτυλό της ἡ Μαρία.
– Μὰ τί εἶπε; ρωτὴσαμε μὲ ἀπορία.
– Αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπε, μᾶς ἐξήγησε ὁ δάσκαλος, πὼς λένε τὸ ψωμί˙ἐδῶ δὲν ἐπιτρέπουμε αὐτὴ τὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ τὴν ἀκοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γέρους.
– Ποιούς γέρους, δάσκαλε; ρώτησε μὲ θυμὸ ἡ γριά, ἡ μάννα τῆς Μαρίας˙ δὲν ξέρεις τί λὲς τοῦ λόγου σου καὶ νὰ μὲ συμπαθᾷς˙ ποιός μιλᾷ σπίτι μας ἄλλη ἀπὸ τὴ γλῶσσά μας!
– Μὰ δὲ σοῦ εἶπα, χριστιανή μου, στὸ σπίτι σας, μὰ νά, οἱ πολὺ γέροι τὴ θυμοῦνται, βλέπεις, ἀκόμα…
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἔγινε τριγῦρο μας, μιὰ μικρὴ τρικυμία˙ ἕνα κοριτσάκι ὥρμησε μὲ φωνὲς καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὸ δάσκαλο καὶ μιὰ γυναῖκα ἀγριεμένη τὸ κυνηγοῦσε.
– Θὰ σὲ σκοτώσω, μὲ τὰ παλιόλογα ποὺ λές…
Γνωρίσαμε ἀμέσως τὴν κακομοίρα τὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὴ φοβερὴ τὴ μάννα της καὶ καταλάβαμε, πὼς πλήρωνε ἀκριβὰ τὸ «μαρό», ποὺ μᾶς εἶχε πῆ. Τὴν κρύψαμε λοιπόν, ὅσο μπορούσαμε, ἀλλὰ ἡ Μαρία ἦταν ἀκαταμάχητη. Καὶ τότε, σὰν ξεθύμανε, γέλασε λίγο καὶ γύρισε καὶ ἔφυγε μὲ βάδισμα θριαμβευτικό.
Ὅταν φύγαμε ἀπὸ τὸ Γυφτοχώρι καὶ ἀποχαιρετήσαμε τὸν Γυφτοδάσκαλο, εἴχαμε ἀκόμα τὸ γέλιο στὸ στόμα καὶ τὰ δάκρυα στὰ μάτια, ἀλλὰ σωπαίναμε:
– ᾽Εγώ, μοῦ εἶπε κάποια στιγμὴ ὁ Θανάσης, ἂν ἤμουν σὰν ἐσένα, γυρίζοντας στὴν Ἀθήνα θὰ ἔκανα μιὰ ἐγκύκλιο σὲ ὅλους τοὺς δασκάλους τῆς Μακεδονίας καὶ θὰ τοὺς φοβέριζα, πώς, ἂν δὲν γίνουν ὅλοι σὰν τὸν Γυφτοδάσκαλο, θὰ τοὺς παύσω.
– Κι ἐγώ, εἶπε ὁ Πρόεδρος, ἀντὶ γιὰ ὅλα αὐτά, θὰ ἔκανα σὲ ὅλους τοὺς δασκάλους καὶ σὲ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους καὶ σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες μιὰ ἐγκύκλιο μὲ μιὰ μόνη λέξι, ποὺ περιλαμβάνει κάθε συμβουλὴ καὶ κάθε σύστημα καὶ φιλοσοφία.
– Δηλαδή;
– Τὴ μαγικὴ λέξι, ποὺ ἄφησε γιὰ διαθήκη του, στὴν ἀνθρωπότητα, ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος: «Λαμπορέμους».Ἂς ἐργαζώμεθα.

Ἀντώνιος Τραυλαντώνης


ΠΗΓΗ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Β’ Γυμνασίου (1957)

https://averoph.wordpress.com/2014/04/28/ο-γυφτοδασκαλοσ/
Ευχαριστώ πολύ.
 
Back
Top