Μίλα μου για γλώσσα, του Φοίβου Παναγιωτίδη (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013)

nickel

Administrator
Staff member
Την Πέμπτη που μας πέρασε παρακολούθησα στο βιβλιοπωλείο του Ιανού την παρουσίαση του βιβλίου Μίλα μου για γλώσσα, που έγραψε ο Φοίβος Παναγιωτίδης, αναπληρωτής καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. (Πρόγραμμα της παρουσίασης)

Από τις ομιλίες ξεχώρισα εκείνη του φιλόλογου κ. Πάνου Οικονόμου επειδή συνόψισε με ελκυστικό τρόπο το φάσμα των γλωσσικών ερωτημάτων που απασχολούν πολλές από τις γλωσσικές μας συζητήσεις και που απαντά ο συγγραφέας. Ο κ. Οικονόμου και ο κ. Παναγιωτίδης είχαν την καλοσύνη να μου παραχωρήσουν την ομιλία για δημοσίευση στις ιστοσελίδες μας. Τη δημοσιεύω ολόκληρη και παραθέτω επίσης συνδέσμους προς (α) την παρουσίαση του βιβλίου από τον εκδοτικό οίκο (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), (β) δύο συνεντεύξεις του συγγραφέα και (γ) την παρουσίαση που έκανε ο Νίκος Σαραντάκος (όπου δημοσιεύεται άλλο ένα κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα;»).


Ομιλία του κ. Πάνου Οικονόμου στην παρουσίαση του βιβλίου Μίλα μου για γλώσσα

Όταν, στην αρχή του φετινού καλοκαιριού, ο Φοίβος Παναγιωτίδης μου ζήτησε να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου του «Μίλα μου για γλώσσα» δέχτηκα με χαρά. Ήταν μια όμορφη, ζεστή βραδιά με μια de profundis κουβέντα, κρασί, την Ακρόπολη απέναντί μας ως σκηνικό και τη χαλαρή προσδοκία της θερινής ραστώνης.

Προφανώς είχα άγνοια κινδύνου. Μόλις πήρα στα χέρια μου τη μικρόσχημη έκδοση, με κατέλαβε πανικός. Συνειρμικά αναδύθηκε στην επιφάνεια ο φοιτητής εαυτός μου και η πρώτη του επαφή με τη Γλωσσολογία. Πρωτοετής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Φιλολογίας, σχεδόν επηρμένος φρουρός της «μεγάλης» ελληνικής γλώσσας, εκστασιασμένος με τη γλωσσολογία, να γράφω επτά σελίδες αναλύοντας επικοινωνιακά το τότε διαφημιστικό σλόγκαν «Νερό! Προσέχουμε για να έχουμε…» της καμπάνιας της ΕΥΔΑΠ κατά της λειψυδρίας — τότε ήταν κυριολεκτικό το πρόβλημα αυτό κι όχι μεταφορικό, όπως στις μέρες μας. Παρόλο που ανταμείφθηκα με δεκάρι και ήμουν στον προθάλαμο να ακολουθήσω την κατεύθυνση της Γλωσσολογίας, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Λέει ο Φοίβος για τη γλώσσα στο βιβλίο του, «συχνά αποθεώνουμε το μέσο —τη γλώσσα— εξαιτίας του θαυμασμού μας για το αποτέλεσμα — τα κείμενα». Εμένα μου συνέβη το αντίθετο: η απέχθειά μου για τους φορείς οδήγησαν σε απέχθεια για το μέσο. Θα μπορούσα να είμαι ένας λημματογράφος που θα θαύμαζε την κανονιστική δυναμική που έχουν αποκτήσει στην εποχή μας κάποια λεξικά με ευπώλητα γλωσσικά θέσφατα. Δεν έγινα. Ευτυχώς ούτε κι ο Φοίβος Παναγιωτίδης.

Αναρωτήθηκα, λοιπόν, με ποιαν ιδιότητα —πέραν της φιλίας και της αμοιβαίας εκτίμησης— με καλεί ο Φοίβος Παναγιωτίδης να μιλήσω για το βιβλίο του. Το βρήκα στις σελίδες 42-46 του έργου του, όπου αναφέρεται στις κατηγορίες αυτών που εκφέρουν λόγο περί γλώσσας. Αρχικά, οι «ψευδογλωσσολόγοι» — όσοι αναζητούν την εξωγήινη προέλευση της ελληνικής γλώσσας, ερμηνεύουν με ιστορικοφανή άνεση τα ελληνικά ονόματα των βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών, ανακαλύπτουν κοσμικές δυνάμεις στα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου κι άλλα δεινά. Δεν ανήκω σε αυτούς. Διασκεδάζω πικρά με την πίστη στον ερχομό των ΕΛ, το υλικό που πλαισιώνει εκπομπές για «εξωγήινους της αρχαιότητας» σε δήθεν ιστορικά κανάλια και δυσφορώ όταν η επίκληση της ανωτερότητας της ελληνικής γλώσσας έρχεται να καλύψει ρατσιστικές κι άλλες ιδεολογίες.

Έχω, όμως, τις άλλες δύο ιδιότητες. Είμαι ως φιλόλογος μέλος της χορείας της ρυθμιστικής γραμματείας. Όσων, δηλαδή, θέσει ασχολούνται με τη δόκιμη χρήση της σύμβασης της γλώσσας κι επεμβαίνουν προτείνοντας, διορθώνοντας, διδάσκοντας, όταν δεν «καταδικάζουν ολόκληρες γενιές στα πιο βαθιά χασμουρητά».

Επιπλέον, πολύ περισσότερο θέλω να πιστεύω πως έχω την ιδιότητα αυτού που εκφέρει βιωματικό λόγο για τη γλώσσα. Αυτού που αγωνιά διαισθητικά, που παλεύει ως δημιουργός λόγου κι έρχεται σε σύγκρουση με τις αυστηρές μεθόδους που έχει διδαχθεί για τη γλώσσα.

Με αυτή τη διπλή ιδιότητα θα σας μιλήσω, επομένως, σήμερα.

Το πρώτο που κοίταξα στο βιβλίο του Φοίβου ήταν η πρόθεσή του. Όπως την διατυπώνει στον πρόλογο της έκδοσης ο ίδιος: «Το Μίλα μου για γλώσσα είναι μια σύντομη επιστημονική εισαγωγή στη γλωσσολογία, χωρίς τη βαριά ακαδημαϊκή ενδυμασία». Ο βασικός του στόχος είναι να εκλαϊκεύσει διάφορες πτυχές της γλωσσικής επιστήμης ώστε να γίνουν κατανοητές στο ευρύ κοινό με έναν εύληπτο και μη βαρετό τρόπο. Από φιλολογική εμμονή, στράφηκα αμέσως στα περιεχόμενα και κοίταξα τους τίτλους των επιμέρους ενοτήτων. Διαβάζω: Λέξεις και Γραμματική, Γλωσσική Ανάπτυξη, Γλωσσικές ποικιλίες, Γλώσσα και Νόηση… Θα άφηνα το βιβλίο αν, κατά το σεφερικό τρόπο, δεν έπεφτε το μάτι μου στους υπότιτλους των κεφαλαίων. Και δε διαψεύστηκα. Ποτέ δεν κρίνουμε κάτι από το περίβλημα. Έκτοτε το διάβασα μονορούφι. Κι εξηγούμαι.

Καταρχάς, το βιβλίο του Φοίβου Παναγιωτίδη απαντά στα πιο καίρια γλωσσολογικά ερωτήματα που βασανίζουν διαχρονικά όλους μας:

  • Γιατί η γουόλμπιρι των Αβορίγινων της Αυστραλίας είναι ίσως η πιο σημαντική γλώσσα για την επιστήμη της γλωσσολογίας;
  • Γιατί το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε είναι το τελευταίο που κατανοούμε;
  • Γιατί πρέπει να παντρευόμαστε ετερόγλωσσους φυσικούς ομιλητές για το καλό των παιδιών μας;
  • Είναι οι γλωσσολόγοι λάτρεις της αναρχίας;
  • Γιατί δίνουμε τόση σημασία στα τούβλα και ξεχνάμε το σχέδιο;
  • Ποια σχέση έχει ο Δαρβίνος με τη γλώσσα;
  • Είναι η γλώσσα ζωντανός οργανισμός; Ένα ιδιότυπο φυτό ή ζώο;
  • Πότε γεννιούνται οι γλώσσες, τι γράφει η ληξιαρχική πράξη τους και πότε πεθαίνουν;
  • Υπάρχουν δανεικά κι αγύριστα;
  • Τι συμβαίνει όταν μια γλώσσα αποκτά στρατό και στόλο;
  • Ποια θα ήταν η «επίσημη γλώσσα» αν η επανάσταση ξεκινούσε από την Τραπεζούντα;
  • Γιατί δεν ερωτευόμαστε υπό τους ήχους μιας σλοβακικής μπαλάντας;
  • Πότε τα ρώσικα ακούγονται πιο γλυκά στα αυτιά μας;
  • Στο μέλλον θα μιλάμε όλοι μόνο αγγλικά;
  • Τι θα συνέβαινε αν οι σλαβομακεδόνες δεν ήταν απλοί άνθρωποι, ως επί το πλείστον αγροτοποιμένες, που επικοινωνούσαν κυρίως προφορικά στη γλωσσική τους ποικιλία;
  • Θα φωτογραφιζόμασταν μπροστά σε δίγλωσσες πινακίδες στην Κομοτηνή με την ίδια χαρά όπως στην ωραία Βαρκελώνη;
  • Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να μας υποτάξει ένα δυστοπικό οργουελικό καθεστώς περιορίζοντάς μας τις λέξεις;
  • Ποιος είναι ο Christopher και τι μας μαθαίνει;
  • Γιατί δεν είναι η γλώσσα απολύτως λογική;
  • Στις πόσες λέξεις ορίζεται το θεμιτό όριο για να μη χαρακτηριστούμε λεξιπένητες;
  • Γιατί είναι πολύτιμο να υποπίπτουμε σε όσα ευρέως θεωρούνται γλωσσικά λάθη;
  • Γιατί η γλωσσολογία υπερασπίζεται την ποιητική του Καβάφη καλύτερα από τους φιλολόγους;
  • Ποιο είναι το πιο τέλειο αλφάβητο του κόσμου;
  • Γιατί οι γλωσσαμύντορες έχουν όλοι την ίδια μούρη;
  • Ποια αξία έχει η ερώτηση «Ποιος θα πλύνει τα πιάτα;»;
  • Γιατί τελικά διδάσκονται αρχαία τα παιδιά μας;
  • Πόσος Θουκυδίδης χρειάζεται για διαβάσουμε Παπαδιαμάντη από το πρωτότυπο;
  • Γιατί η μητέρα του Φοίβου κατανοεί τον Βέλτσο καλύτερα από τον ίδιο;
  • Πόσα κλισέ χωνεύουμε καθημερινά;
  • Γιατί όλοι οι ευφημισμοί δεν είναι ιδεολογικά αθώοι;
  • Πώς το ηγεμονικό κίνημα της πολιτικής ορθότητας νικήθηκε από τις αντωνυμίες;
  • Πόσο προδότες είναι οι μεταφραστές;


Προφανώς, νομίζετε πως οι ερωτήσεις τίθενται χάριν παιδιάς. Κι όμως, αυτό είναι το ξεχωριστό στο βιβλίο «Μιλώ για τη γλώσσα». Ο Φοίβος αντλεί από την καθημερινότητα, δημιουργεί, επινοεί ένα λειτουργικό σώμα ερωτήσεων από την καθημερινότητα και κάνει την επιστήμη της γλωσσολογίας ένα παιχνίδι που ρέει και στο οποίο αφήνεσαι. Δεν είναι λίγο. Ξέρετε, πολλά βιβλία διατείνονται πως συνιστούν εκλαϊκευμένες προσεγγίσεις επιστημονικών ζητημάτων αλλά δεν υπηρετούν το σκοπό τους. Ο Φοίβος Παναγιωτίδης το επιτυγχάνει, κυρίως επειδή είναι κατ’ ουσίαν ένας πολύ καλός δάσκαλος και δεν ξεχνά την παιδαγωγική αξία του παραδείγματος, της αναλογίας και της παραβολής.

Αυτό δεν αναιρεί πως είναι κι ένας εγκρατής επιστήμονας που κινείται με άνεση στα χωράφια όχι μόνο του αντικειμένου του, της γλωσσολογίας, αλλά και σε συναφή ή μη επιστημονικά πεδία. Κατορθώνει, λοιπόν, να μιλά για τα μείζονα θέματα της γλωσσικής επιστήμης και να μας εισάγει στα πιο δύσβατα μονοπάτια της γλωσσολογίας με τον πιο κατανοητό κι απτό τρόπο. Στο έργο του αναλύονται βασικές έννοιες της γλωσσολογίας, όπως η νοητική γραμματική, η γλωσσική ποικιλία, τα γλωσσικά χαρακτηριστικά, η μορφολογία, η φωνολογία, οι γλωσσικές αλλαγές, τα δάνεια, η κοινωνιογλωσσολογία, η εξωτερική κι εσωτερική γλώσσα, το περικείμενο, το επικοινωνιακό πλαίσιο, η σχέση γλώσσας και νόησης και πολλά άλλα. Το βιβλίο του αποτελεί έναν εισαγωγικό οδηγό για τον καθένα στην επιστήμη της γλωσσολογίας.

Επίσης, συγκρούεται με γλωσσικούς μύθους και ανατρέπει καθιερωμένες βεβαιότητες. Ενδεικτικά, αναφέρω κάποια ενδιαφέροντα πορίσματα:

  • Η γλώσσα είναι στη φύση μας, δεν ταυτίζεται με την επικοινωνία και τη γραφή, προϋπάρχει της γραφής και εξελίσσεται διαρκώς παρά την κινδυνολογία για παραχάραξη.
  • Η γλωσσική κατάκτηση δεν είναι μια κλασική μάθηση.
  • Οι γλώσσες δεν υφίστανται αυθύπαρκτα, ανεξάρτητα από τους ομιλητές τους.
  • Δεν πρέπει να συγχέουμε το ύφος με τη γλώσσα.
  • Η γλωσσική αλλαγή δε συνιστά φθορά αλλά προσαρμογή σε νέα επικοινωνιακά δεδομένα.
  • Δεν υπάρχουν παλιές και νέες γλώσσες αλλά γλωσσικές παραδόσεις.
  • Οι γλωσσικές αλλαγές δε γίνονται ντετερμινιστικά.
  • Δεν υπάρχει μεγαλειώδης γλώσσα: η πολιτισμική αξία της γλώσσας καθορίζεται από τα κείμενα που έχουν γραφτεί σε αυτήν όχι από αυτήν καθεαυτήν.
  • Τα δάνεια είναι μια πανάρχαια, διαχρονική, δημιουργική διαδικασία.
  • Το τι θεωρούμε γλώσσα και διάλεκτο προσδιορίζεται από γεωπολιτικές παραμέτρους, την ιστορική δυναμική, τις κοινωνικές τάσεις.
  • Δεν υπάρχουν «μουσικές και βαριές γλώσσες».
  • Η επικράτηση μιας lingua franca δεν έχει σχέση με ενδογλωσσικούς παράγοντες.
  • Είναι υπερβολική η κινδυνολογία για λεξιπενία, αλλοίωση, τη γλώσσα των νέων, το φόβο του νεολογισμού.
  • Ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα βασικό είναι και η κατοχύρωση γλωσσικών δικαιωμάτων, γιατί η αφοσίωση σε έναν τόπο περνά από την αποδοχή της γλώσσας του κάθε πολίτη.
  • Η γλωσσική ικανότητα είναι ανεξάρτητη από τη γενική νοημοσύνη.
  • Δεν υπάρχουν λογικές γλώσσες και γλώσσες με πιο αυστηρή σύνταξη.
  • Τα λάθη είναι σφάλματα γλωσσικής πραγμάτωσης.


Ως φιλόλογος, χάρηκα το βιβλίο του Φοίβου γιατί προσφέρει στον αγωνιώντα εκπαιδευτικό ένα πολύτιμο και εύχρηστο εργαλείο να χειριστεί και να εξηγήσει στους μαθητές του σύνθετα γλωσσικά ζητήματα και να τον εισαγάγει στα βασικά αξιώματα της γλωσσολογίας, κυρίως όπου αυτό μπορεί να γίνει, για παράδειγμα στην Α΄ Λυκείου και στο γλωσσικό μάθημα, όπου αναλύονται ανάλογα φαινόμενα. Επιπλέον, αποκατέστησε μέσα μου την αγάπη για τη γλωσσολογία.

Ως βιωματικός φορέας του λόγου, το χάρηκα πιο πολύ. Κι αναφέρω ένα περιστατικό για να γίνω πιο σαφής. Κάποια στιγμή δημιουργικής τυραννίας ήθελα να αποδώσω στιχουργικά τον τρόπο με τον οποίο ασφυκτιά το β ανάμεσα στην αλφαβητική νομοτέλεια του α και του γ. Έψαχνα την κατάλληλη λέξη που να τα εμπεριέχει σειριακά. Η λέξη «αβγό» δε βοηθούσε κι εκείνη που μου είχε κολλήσει κι απέδιδε ηχοποιητικά και εικονοποιητικά ό,τι είχα κατά νου ήταν η λέξη «κραυγή». Ο Φοίβος με το βιβλίο του με βοήθησε να απαλλάξω από τις ενοχές του αυτό το β και να υπάρξει στη λέξη «κραβγή» αντί του ύψιλον. Τον ευχαριστώ.

Πάνω από όλα όμως, τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω πως το «Μίλα μου για γλώσσα» είναι ένα έντιμο βιβλίο. Πρόκειται για την ίδια τη γραπτή persona του Φοίβου, όπως τον ξέρουμε. Εκ πρώτης όψεως, αυστηρός, επίσημος, ακριβής, επιστημονικά έγκυρος· και, πίσω από αυτό, παιγνιώδης, ανατρεπτικός, απλός και αυτοαναιρετικός. Και τα βιβλία που μιλούν για τους ανθρώπους που τα έγραψαν με ειλικρίνεια είναι, για μένα, εκτός από αυθεντικά, και τα πιο σημαντικά.

Πάνος Οικονόμου, 12/12/2013​



 
Ευχαριστούμε! Το είχα κατά νου να το πάρω κι αυτό, γιατί γνωρίζω και τον Φοίβο Παναγιωτίδη. Τώρα πείστηκα! :)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Τα «καίρια γλωσσολογικά ερωτήματα» της λίστας πραγματικά ενδιαφέρουν (δεν ξέρω αν «βασανίζουν»:)) όλους μας (ή, τουλάχιστον, εμένα) και η παράθεσή τους και μόνο αρκεί για να κάνει ελκυστικό το βιβλίο στον πιθανό αναγνώστη. Ευχαριστούμε για την παρουσίαση.
 

Earion

Moderator
Staff member
Άρχισα χτες το απόγευμα να διαβάζω τον Παναγιωτίδη και τον τελείωσα σε λίγες ώρες, μια και το βιβλίο του διαβάζεται απνευστί. Ο λόγος του εναργής, ευθύβολος, χωρίς ούτε υποψία πλατειασμού, με έγνοια να μην ξεφύγει από το γνωστικό επίπεδο του μέσου καλλιεργημένου αναγνώστη, με ένα σωρό ενδιαφέροντα και με ευδιάκριτο χιούμορ! Επίσης, το βιβλίο έχει συνοχή, παρά το ότι τα κεφάλαιά του έχουν γραφτεί ως επιφυλλίδες για εφημερίδες σε διάστημα τεσσάρων ετών (2006-2009). Κρίμα που δεν το είχα διαβάσει πριν τις γιορτές, θα το είχα κάνει δώρο σε πολλούς που το χρειάζονται.

Δυο παρατηρήσεις (από έναν δεδηλωμένο σχολαστικό):
Στη σ. 200 δεν μου κάθησε καλά η έκφραση:

Όταν παραπονιόμαστε για τα «κακά ελληνικά» του Χ, ή όταν επαινούμε τα ελληνικά του Ψ, δεν αναφερόμαστε συνήθως στη γλώσσα του Χ ή του Ψ από γραμματικής άποψης.

Αντίθετα, στην αντικριστή σελίδα 201 βρήκα μια καινούργια εκφωνήτρια με γάμμα, που πολύ μου άρεσε.

Να τελειώσω με κάτι που είναι βέβαιο ότι θα ενδιαφέρει τους θαμώνες ενός φόρουμ μεταφραστών; Ιδού λίγες παράγραφοι σχετικά με τη μετάφραση:

ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΓΚΡΙΝΙΕΣ

Σε αυτό το κεφάλαιο θέλω να θίξω ένα ζήτημα ορολογίας, δηλαδή της χρήσης εξειδικευμένου λεξιλογίου για να αναφερθούμε σε ειδικά πεδία της ανθρώπινης γνώσης και εμπειρίας. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο μάλλον αντίρροπες τάσεις στη χρήση ορολογίας. Από τη μια, όσοι γράφουν ελληνικά πλησιάζουν τη λόγια γλώσσα και την αρχαία για να λατομεύσουν από αυτές εκφράσεις και λέξεις. Από την άλλη, πολλοί δημοσιογράφοι, μεταφραστές και υποτιτλιστές (ιδίως οι μεταφραστές και οι υποτιτλιστές!) φαίνεται να αγνοούν βασικούς ελληνικούς όρους των εννοιών που προσπαθούν να περιγράψουν και έτσι χρησιμοποιούν όρους δικής τους παραγωγής. Σταχυολογώ πρόχειρα κάποια παραδείγματα...

Φίλος ιστορικός παραπονέθηκε ότι επιμελούνταν τόμο στον οποίο ο μεταφραστής επανειλημμένα ανέφερε κάποιον Σουλεϊμάν Κανονί. «Κανονί» (ενδεχομένως από την ελληνική λέξη «κανόνας») είναι όμως τουρκικό προσωνύμιο του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, προσωνύμιο το οποίο τον τελευταίο αιώνα (και βάλε) αποδίδεται στην ελληνική ιστορική βιβλιογραφία ως «Νομοθέτης». Στον χώρο της μουσικής, ο Γιάννης Χάρης εντόπισε τα μυστηριώδη αναγεννησιακά όργανα «σαλτέριο» και «θήορμπο». Πρόκειται φυσικά για το ψαλτήριο και τη θεόρβη. Το παραμύθι που στα γαλλικά λέγεται Barbe bleue έχει ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά ως Κυανοπώγων, έστω κι αν αυτό το αγνοεί εκείνος που το συνάντησε μόλις στις αρχές του 21ου αιώνα και το απέδωσε κατά το δοκούν και κατά λέξη ως «Γαλαζογένη». Ταυτόχρονα, οι συμφωνίες και τα κονσέρτα δεν έχουν «κινήσεις» (απευθείας μετάφραση του αγγλικού “movement”), στα ελληνικά έχουνε μέρη. Στη λογοτεχνία, η στροφή λέγεται στροφή, όχι «στάνζα». Στη χημεία, το νάτριο (Na) δεν αποδίδεται «σόδιο», ούτε το κάλιο (Κ) «ποτάσιο» (κατά το αγγλοσαξονικό έθος).

Ο μεγάλος χαμός όμως επικρατεί στα τοπωνύμια: διαβάζουμε για τη «Λατβία» (είναι η εταίρος μας Λετονία), για την ιστορική περιοχή «Σβάμπεν» της Γερμανίας (Σουηβία, ελληνιστί) ή για τη βελγική πόλη «Άντγουερπ» (Αμβέρσα), η οποία μάλιστα βρίσκεται στη Φλάνδρα κι όχι στη «Φλαμανδία». Τέλος, η Λευκορωσία είναι κράτος, το «Μπελαρούς» μάρκα γεωργικών μηχανημάτων και το «Μπιελορωσία» είτε παλιότερος αγγλισμός είτε καθαρή ανοησία. Και ούτω καθεξής.

Αντιλαμβάνεστε ότι το πρόβλημα σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω δεν είναι γλωσσικό: οι γράφοντες δεν πάσχουν από κάποια γλωσσική διαταραχή και πιθανότατα είναι φυσικοί (άρα τέλειοι) ομιλητές της γλώσσας. Ο λόγος που αφήνουν τόσους όρους αμετάφραστους ή ιδιομεταφρασμένους στα κείμενά τους φαίνεται να είναι είτε ότι δεν έχουν τις δεξιότητες να χρησιμοποιήσουν λεξικά και έργα αναφοράς (όπως εγκυκλοπαίδειες, άτλαντες, τη διαδικτυακή wikipedia κ.λπ.), είτε επειδή δεν ευκαιρούν να τα ξεφυλλίσουν και να τα ερευνήσουν.

Σε αυτό το σημείο θέλω να διευκρινίσω ότι, ναι, πολλοί εξελληνισμένοι όροι, κυρίως ονόματα και τοπωνύμια, αντικαταστάθηκαν με την πάροδο του χρόνου και την παρακμή της καθαρεύουσας. Κανείς πια δεν θα έλεγε το Μάντσεστερ «Μαγχεστρία», τον Γκαίτε «Γούθιο», τον Σαίξπηρ «Σακεσπήρο» ή «Κάντιο» τον Καντ. Άλλο όμως είναι να προτιμήσει κανείς συνειδητά να αποδώσει τον Descartes ως Ντεκάρτ (κι όχι ως Καρτέσιο) και τον Newton ως Νιούτον (κι όχι ως Νεύτωνα), κι άλλο να επινοεί δικές του μεταφράσεις, ας τις πούμε «ιδιομεταφράσεις», για όρους τρέχοντες και δόκιμους.
Επίσης, δεν παραγνωρίζω ότι πολλοί όροι αλλάζουν σκόπιμα και συστηματικά, για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους: έτσι το 1919 τα Άγκραμ / Άγρανον, Λάιμπαχ/ Λαϋβάχη και Πρεσβούργο άλλαξαν σε Ζάγκρεμπ, Λουμπλιάνα και Μπρατισλάβα, η Περσία έγινε Ιράν το 1930, και ούτω καθεξής. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως, δεν αποφασίζει κάποιος ράθυμος ή ανενημέρωτος γραφιάς, αλλά οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτών των τόπων.

Γενικά, η μετάφραση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να ανατίθεται σε μη μεταφραστές. Η μετάφραση είναι ταυτόχρονα τέχνη και τεχνική, ενώ προϋποθέτει και εξειδικευμένη γνώση. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να κάνουμε μεταφράσεις μόνο και μόνο επειδή (νομίζουμε ότι) γνωρίζουμε καλά μια ξένη γλώσσα. Αυτό γίνεται σαφέστερο όταν εξετάσουμε μια πιο σοβαρή κατηγορία μεταφραστικών λαθών, που δεν οφείλονται σε βιασύνη ή προχειρότητα αλλά σε ουσιαστική έλλειψη κατάρτισης στη μεταφραστική θεωρία και πράξη.

Αναφέρομαι σε λάθη στην απόδοση του ύφους ενός κειμένου, μιλώντας κάπως χοντρικά και χωρίς να είμαι μεταφρασεολόγος. Αυτά τα λάθη δεν είναι τόσο ευδιάκριτα όσο τα λάθη στην ορολογία, άρα είναι και πιο ύπουλα, τελικά. Επιπλέον αλλοιώνουν σε σημαντικότερο βαθμό αυτό που θέλει να περάσει ένα κείμενο, αφού προδίδουν το πνεύμα του και όχι το γράμμα του.

Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που το οφείλω στον καλό μου φίλο και συνάδερφο, μεταφρασεολόγο Γιώργο Φλώρο. Ας υποθέσουμε ότι θέλετε να μεταφράσετε ένα κείμενο (όχι απαραιτήτως λογοτεχνικό) που χαρακτηρίζεται από μακροπερίοδο λόγο, πολλές δευτερεύουσες προτάσεις και —ας πούμε— δύσκολες (σπάνιες, δυσεύρετες...) λέξεις. Αν αποφασίσετε να σπάσετε τις μεγάλες και σύνθετες προτάσεις σε πολλές μικρές που να συνδέονται παρατακτικά μεταξύ τους και ξεκινήσετε να αποδίδετε τις δύσκολες λέξεις με αντίστοιχες τους εύκολες, τι θα καταφέρετε; Ενδεχομένως να διασώσετε και να αποδώσετε το ρητό, το κυριολεκτικό νόημα του κειμένου. Ωστόσο, θα έχετε αλλοιώσει τον χαρακτήρα του και τους υπαινιγμούς του, ενώ ενδεχομένως να έχετε αποκρύψει και πολλά από τα συμφραζόμενα που είναι αναγκαία για την ερμηνεία του.

Γρήγορες συνταγές για επιτυχή μετάφραση φυσικά δεν υπάρχουν, ακριβώς γιατί όταν μεταφράζουμε δεν αποδίδουμε απλώς μια σειρά από προτάσεις στη γλώσσα Α με μια σειρά από προτάσεις στη γλώσσα Β. Ουσιαστικά αποδίδουμε το νόημα του κειμένου με όλες τις λεπτές εκφάνσεις του, παράλληλα μετασχηματίζοντας το περικείμενό του, που δημιουργήθηκε σε έναν συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και κουλτούρα, σε ένα διαφορετικό περικείμενό, το περικείμενό του αναγνώστη μας.

Με δυο λόγια, ας αφήσουμε τη μετάφραση στους μεταφραστές και τη μελέτη της στους μεταφρασεολόγους. Οπότε, σταματάω κι εγώ εδώ.
 

SBE

¥
Σουλεϊμάν Κανονί: τουρκογάλλος στρατηγός του πυροβολικού της χώρας των αγνώριστων.

Αυτή την Άντγουερπη την έχω ακούσει τόσες πολλές φορές από Έλληνες που προτείνω να το καθιερώσουμε να ησυχάσουμε.
 
Κρίμα που δεν το είχα διαβάσει πριν τις γιορτές, θα το είχα κάνει δώρο σε πολλούς που το χρειάζονται.

Ποτέ δεν είναι κακή εποχή για να κάνεις δώρο βιβλία.:)
 
Το παραμύθι που στα γαλλικά λέγεται Barbe bleue έχει ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά ως Κυανοπώγων, έστω κι αν αυτό το αγνοεί εκείνος που το συνάντησε μόλις στις αρχές του 21ου αιώνα και το απέδωσε κατά το δοκούν και κατά λέξη ως «Γαλαζογένη».

Αφού συμφωνήσω με τη SBE για τον Κανονί (βλ. Κανουνί), και προσθέσω στην Αντγουέρπη/Αντβέρπη το πολυχρησιμοποιημένο Αλέπο (αν και, έχω την αίσθηση, τα τελευταία γεγονότα στη Συρία σα να το ξανακαθιέρωσαν ως Χαλέπι), να πω ότι, αν δεν κάνω λάθος, Γαλαζογένης αποδόθηκε ο Barbe-bleue στη μοναδική πλήρη μετάφραση των παραμυθιών του Περώ, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '80. Οπότε δεν είναι ακριβώς γκάφα να τον μεταφράσει κανείς έτσι, θέλω να πω δεν δείχνει αναγκαστικά άγνοια.
 
αν δεν κάνω λάθος, Γαλαζογένης αποδόθηκε ο Barbe-bleue στη μοναδική πλήρη μετάφραση των παραμυθιών του Περώ, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '80.
Διορθώνω: Μπλαβογένης, και μάλιστα στο αυτί του βιβλίου (Charles Perrault: Τα παραμύθια, με τις γκραβούρες του Gustave Doré, Αθήνα: Άγρα 1985) γράφει ο εκδότης: Η μετάφραση της Δέσποινας Καμπάνη-Δετζώρτζη είναι πλήρης, χωρίς περικοπές και διασκευές, προτείνονται δε και νέες ονομασίες: αντί του γνωστού Κοντορεβυθούλης το Δαχτυλάκης (Petit Poucet) και αντί του Κυανοπώγωνας το Μπλαβογένης (Barbe Bleue).
 

nickel

Administrator
Staff member
Ωραίες είναι αυτές οι σύγχρονες προσαρμογές ή διορθώσεις. Ευτυχώς δεν κινδυνεύουν η Χιονάτη και η Κοκκινοσκουφίτσα.
 

SBE

¥
Oύτε εμένα μ'αρέσει. Να καταλάβω την αλλαγή στον Κυανοπώγωνα, αφού κανένα συνθετικό του δεν είναι πλέον κοινό, αλλά οι κοντοί και τα ρεβίθια παραμένουν γνωστά.
 

nickel

Administrator
Staff member
Διάβασα στο lifo.gr πλούσια και ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Φοίβου Παναγιωτίδη από τον M. Hulot, με τον (υποτίθεται) ευρηματικό αλλά μάλλον άστοχο (δηλαδή... αλλαντάλλων) τίτλο «Μila greeklish elefthera. Arkei na mi les mlks».

http://www.lifo.gr/team/gnomes/44185

Αποσπώ και αντιγράφω δυο απαντήσεις που μου άρεσαν πολύ:

— Η γλωσσολογία τι είναι ακριβώς; Και τι η ψευδογλωσσολογία;
Νομίζω ότι η διαφορά τους είναι κάπως σαν αυτή μεταξύ αστρονομίας και αστρολογίας. Η αστρολογία είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα, ιδίως αν βασανίζεται κανείς από χρήμα-τύχη-έρωτα. Όπως και η ψευδογλωσσολογία, η αστρολογία μπορεί να ερμηνεύσει τα πάντα (άρα τίποτα), επαληθεύεται πάντοτε (άρα ποτέ) και δεν ασχολείται ιδιαιτέρως με εμπειρικά δεδομένα -- θυμηθείτε λ.χ. τι έγινε με τον Οφιούχο, που μπήκε "ξαφνικά" στην εκλειπτική και τους απορρύθμισε τον δωδεκαμελή ζωδιακό κύκλο. Έτσι και οι ψευδογλωσσολόγοι: πιάνονται από τρεις τύπους που μπορεί και να μοιάζουν, και ισχυρίζονται ότι οι Έλληνες αποίκισαν τον Καναδά. [...]

— Πόσο έχει αλλάξει η γλώσσα τα τελευταία 30 χρόνια; Με ποιον τρόπο;
Κάθε ερώτηση και δοκίμιο -- χαίρομαι που είστε τόσο διαβασμένος... Γενικά η ελληνική αλλάζει αργά, και όχι μόνο λόγω της τροχοπέδης της λόγιας παράδοσης. Νομίζω όμως ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε καλύτερα μέσα καταγραφής της μικροδιαφοροποίησης και των αργών αυτών αλλαγών -- έχουμε το slang.gr, αν μη τι άλλο... Υπάρχουν πάντως ενδείξεις αργής μορφοσυντακτικής αλλαγής (στα τριτόκλιτα επίθετα, με το 'παίζω' ως 'υπάρχω', με την παγίωση λόγιων και ψευδολόγιων ρηματικών καταλήξεων, την νέα ακλισία ξένων λέξεων σε -ο και -α κτλ.), αλλά πράγματι εδώ χρειάζεται ολόκληρο δοκίμιο...


(Ε, ναι, εδώ χρειάζεται ολόκληρο νήμα.)
 

nickel

Administrator
Staff member
Για το νέο βιβλίο του Φοίβου Παναγιωτίδη (Μέσα από τις λέξεις),
μια παρουσίαση:
και ένα πόντκαστ από συνέντευξη:

(Δεν θυμάμαι αν βρήκα εδώ τον σύνδεσμο για το πόντκαστ...)
 
Top