Όπως λέει ο νομικός Γιώργος Στεφανάκης:
«Κατά Νοέμβριο 1944 υπό Γεωργ. Παπανδρέου, η κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητος” ομοφωνούντων και των κομμουνιστών, θέσπισε τον ν. 18/44. Τον άλλοτε πασίγνωστο ως “νόμο Σβώλου”. Κατ΄ άρθρ. 1 ορίσθηκε ότι νομισματική μονάς (μας) είναι η δραχμή. Κατ΄ άρθρ. 5 § 1 η σχέση της εισαχθείσας δραχμής προς την αντικατασταθείσα ωρίσθη σε 50 δισεκατομμύρια παλαιών δρχ. έναντι μιας (1) νέας. Ουσιαστικά διαγράφηκαν όλες οι κατοχικές οφειλές. Ο νόμος δεν εξαιρεί οφειλές αλλοδαπών, άρα και Γερμανών. Κατακρίθηκε (ο νόμος) ως άδικος. Ίσχυσε όμως. Ισχύει ακόμη. Δεν μεταβάλλεται το ζήτημα και εάν τονισθεί ο χαρακτήρας του δανείου ως αναγκαστικού. Αν προβληθεί, δηλαδή, το εντεύθεν φανερό αδίκημα κατά της χώρας. Οι εδώ οφειλές εξ αδικήματος, κατ΄ άρθρ. 26 ΑΚ, υπόκεινται στο εθνικό μας δίκαιο. Άρα διέπονται από τον ν. 18/44.”.
Στην ουσία ο νόμος του Σβώλου αποτελούσε μία ομολογία χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους δηλαδή αδυναμίας εξυπηρέτησης των οφειλών του. Με μία μονοκονδυλιά διέγραφε αυτά τα οποία χρωστούσε. Μόνο που με αυτό τον νόμο διέγραφε και αυτα που του χρωστούσαν!
«Αλλά και εάν παρακαμπτόταν η ρύθμιση», συνεχίζει ο κ. Στεφανάκης, «το ζήτημα, ουσιωδώς, δεν μεταβάλλεται. Το Ανώτατο Ειδικό μας Δικαστήριο με την υπ΄ αριθμ. 25/2012 απόφασή του έκρινε ότι όσο διαρκεί η οικονομική δυσπραγία το κράτος βαρύνεται με επιτόκιο καθυστέρησης μόνον 6%. Όσο, δηλαδή, ίσχυε και προ της ένταξής μας στην ΕΟΚ. Κατά συνεκδοχή δεν θα εισπράττει και μεγαλύτερα επιτόκια από άλλα κράτη. Υπό το νομολογηθέν επιτόκιο, οι υπερπληθωρισμοί οι βιωθέντες, για πολλά χρόνια, μάλιστα και τις δεκαετίες '80 και '90, ουσιαστικά εξανέμισαν το χρέος.».