Ανεμογκάστρωτη

altan

Member
Καλησπέρα σε όλους!
I saw this word in "Ταξιδεύοντας: Ισπανία". What does its second part mean? May it be another form of ανεμογκάστρι?
In the English translation of the work (by Amy Mims) it is "wind-blown".
Here's the related paragraph:
IMG20220709195318.jpg
Thanks.
 

daeman

Administrator
Staff member
Hi, Altan. Yes, it's derived from ανεμογκάστρι, or from the verb ανεμογκαστρώνω, and it means the one that is impregnated by the wind.

The formation is ανεμογκαστρω(νω) + -τος, a very common suffix producing adjectives from verbs. Those adjectives indicate that their subject is able to have whatever the verb means, or it is worthy of having it (i.e. it has the requirements), or it has that quality on a permanent basis, etc.

Instead of translating the dictionary entry, here it is with examples that can clarify its use:

-τός -τή -τό [tós] & -ητός -ητή -ητό [itós] & -ετός -ετή -ετό [etós] & -ωτός 2 -ωτή -ωτό [otós] & -στός -στή -στό [stós] & -ιστός -ιστή -ιστό [istós] & -φτός -φτή -φτό [ftós] & -χτός -χτή -χτό [xtós] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα.
I1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα: (υποφέρω) υποφερτός· (απαιτώ) απαιτητός, (αριθμώ) αριθμητός· (επαινώ) επαινετός· (βιδώνω) βιδωτός· (σπάζω) σπαστός· (κουρδίζω) κουρδιστός· (τρίβω) τριφτός· (ρίχνω) ριχτός.
β. είναι άξιο γι΄ αυτό που εκφράζει το ρήμα, συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία για να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αγαπητός, αρεστός, επιθυμητός, μισητός, ποθητός, που τον αγαπούν, που αξίζει να τον αγαπούν κτλ.
γ. γίνεται, ισχύει, λειτουργεί με τον τρόπο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (κλαψουρίζω) κλαψουριστός, (συλλαβίζω) συλλαβιστός, (τραβώ) τραβηχτός.
2. αποδίδει στο προσδιοριζόμενο ένα μόνιμο και σταθερό διακριτικό του χαρακτηριστικό σε αντίθεση με την παθητική μετοχή σε -μένος του ίδιου ρήματος (με την επιλογή της οποίας εξυπακούεται συνήθ. και δήλωση του ποιητικού αιτίου): (κομματιάζω) κομματιαστός, (πλέκω) πλεχτός, (σφραγίζω) σφραγιστός, (σχίζω) σχιστός, (χτυπώ) χτυπητός. || κάποτε καταλήγει να συμπίπτει στη χρήση με την παθητική μετοχή σε -μένος, -όμενος του ίδιου ρήματος, παρόλο που η βασική τους διαφορά εξακολουθεί στην ουσία να υπάρχει: (επιτρέπω) επιτρεπτός - επιτρεπόμενος, (σκαλίζω) σκαλιστός - σκαλισμένος.
3. σε περιφραστική παθητική σύνταξη: γίνεται δεκτό / αντιληπτό κτλ., το δέχονται / το αντιλαμβάνονται κτλ.
II. με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο συρτός· η μπηχτή, τρυπητή· το βραστό, πλεχτό, υφαντό.


And obviously it's used metaphorically here, as if Quixote's head, i.e. mind, or rather his fancy, was impregnated by the wind, it drew inspiration out of thin air. So wind-blown does convey the meaning, I think, with a dash of imagination on the reader's part.
 
Last edited:

nickel

Administrator
Staff member
Dear Altan, have a look at this:

 
Top