top up account

  1. V

    top up (an account) | topping up (of an account) = τροφοδοτώ (λογαριασμό) | τροφοδότηση (λογαριασμού)

    παιδιά προσπαθώ να βρω άλλο τρόπο να μεταφράσω το "top up my account" εκτός από βάζω χρήματα στο λογαριασμό..καμια ιδέα;
Top