Όντως, είναι το δεύτερο.
Θυμός, οργή, ξέσπασμα.
σύγχιση (η) {-ης κ. -ίσεως | -ίσεις, -ίσεων) η κατάσταση ψυχικού αναβρασµού ή ανεξέλεγκτου εκνευρισµού, η διατάραξη τής ψυχικής ηρεµίας (κάποιου).
Μπαμπινιώτης
σύγχυση 2 η : ταραχή που προέρχεται από θυμό, εκνευρισμό ή από αγωνία, στενοχώρια...