Grand Maître Masoutis - Grand Masoutis VS Hyper ή Super

Δεν καταλαβαίνω πού μπήκε το super και το hyper στην κουβέντα, αλλά αυτό που βλέπω είναι ότι διαφημίζει προϊόντα (απ' αυτά που προφανώς συσκευάζει ΟΕΜ) σαν Mr Grand, το οποίο το έχει βγάλει από το Grand Maitre καθώς το Maitre μπαινοβγαίνει κατά βούληση. Μα, γλωσσολογική ανάλυση στα κείμενα ελληνικού σουπερμάρκετ;
 
Δεν καταλαβαίνω πού μπήκε το super και το hyper στην κουβέντα
Σε παλιά προσπέκτους υπήρχαν επιλεγμένα προιόντα που θα τα έβρισκε κανείς μόνο στα Grand Μασούτης και όχι στα απλά Μασούτης της γειτονιάς.
Αναρρωτήθηκα λοιπόν μήπως το "γκραν" σημαίνει κάτι μεγαλύτερο από το υπεραγορά ή υπερμάρκετ (να προσδίδει κάτι σαν προθηματική ιδιότητα δηλαδή). Και γιατί π.χ να μην είναι mega ή macro (εδώ υπάρχει ήδη αλυσίδα οπότε το αφήνουμε). Γιατί στα γαλλικά όταν το grand μπαίνει μπροστά από το ουσιαστικό έχει να κάνει είτε με μέγεθος, είτε με το πόσο σημαντικό είναι κάτι. Όταν ακολουθεί του ουσιαστικού αφορά το ύψος. Μετά παρατήρησα και τα προϊόντα grand maitre (που βρίσκονται σε όλα τα σούπερ Μασούτης και όχι μόνο στα μεγάλα) και μπερδεύτηκα περισσότερο.

Ψάχνοντας στο Ίντερνετ για "grand master", εξαγγλίζοντάς το δηλαδή, βλέπω ότι η πρώτη σελίδα που βγάζει αφορά το σκάκι :eek: http://www.google.gr/search?hl=el&q="grand+master"&aq=f&aqi=&aql=&oq=&gs_rfai=
Στην αγγλική βίκι : http://en.wikipedia.org/wiki/Grandmaster

Στη γαλλική http://fr.wikipedia.org/wiki/Grand_maître

Μετά μου είπε και κάτι βλακείες ένας φίλος για στοές, τα οποία μου φαίνονται γελοία και στο άκουσμα μόνο, και σκέφτηκα να το ρίξω ως θέμα εδώ.

Βλακεία μου; Εxcusez-moi! :p
 
Αναρωτιέμαι κατά πόσο ο magister (να μην πάω πιο πίσω, στο magnus) είναι η λέξη που μας έχει δώσει τις περισσότερες ελληνικές σε διαφορετικές μεταμφιέσεις από την πορεία της στα ξένα (ο Caesar ωχριά μπροστά της). Καταγράφω (κι αν έχω ξεχάσει καμία, τσοντάρετε):

μάγιστρος
μαέστρος
μαΐστρος
μετρ
(μαιτρ) (και, αν θέλετε, μετρέσα / μαιτρέσα)
μάστερ
μίστερ
μάστορας


Έχει κάποια σημασία που το αντίθετό της είναι... minister;
 
Έχει κάποια σημασία που το αντίθετό της είναι... minister;

Μινιμαλιστική άποψη :p

Οι δεξιότητες ενός υπουργού είναι περιττές και χαραχτηρίζονται μόνο από τα βασικά και αναγκαία στοιχεία.
 
...Καταγράφω (κι αν έχω ξεχάσει καμία, τσοντάρετε):

μάγιστρος
μαέστρος
μαΐστρος
μετρ
(μαιτρ) (και, αν θέλετε, μετρέσα / μαιτρέσα)
μάστερ
μίστερ
μάστορας


Έχει κάποια σημασία που το αντίθετό της είναι... minister;

μαστόρισσα
μάστορης
μαστόρεμα
μαστορικός ή μαστόρικος
μαστορεύω
μαστοριά
μαστοριλίκι
μαστορόπουλο (μαστοροπούλα γιατί δεν υπάρχει; )
τα "μαστορικά"
Το πρόθημα "μαστρο" π.χ μαστροχαλαστής
 
Προσθέτω και το κυπριακό "Μάστρος"...

Αν κατάλαβα καλά πρέπει να σημαίνει "χτίστης" στα κυπριακά.


«Μάστρε, έσιεις κανέναφ φόρτωμαν ύψογ για την έκκλησιάν του Πολιτικού;» Λαλεί του «Έχω» ... Όσον τζαί θωρεί τον ο μάστρος, δηλαδή ο χτίστης, «ω, χαΐρ, όλάν...

http://www.pigizois.net/kiprioi_agioi/theodoros_o_tamasefs.htm
 
Αν κατάλαβα καλά πρέπει να σημαίνει "χτίστης" στα κυπριακά.
Βλέπω εδώ ότι σημαίνει «αφεντικό» (όπου «εδώ» είναι ένα ωραιότατο γουίκι ονομαζόμενο βικιπριακά :))
 
....μετρ[/I] (μαιτρ) (και, αν θέλετε, μετρέσα / μαιτρέσα)
...

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο νήμα εδώ πέρα που να εξηγεί πότε και γιατί ξεκίνησε η απλοποίηση της γραφής των ξένων λέξεων στα ελληνικά.

Βλέπω εδώ ότι σημαίνει «αφεντικό» (όπου «εδώ» είναι ένα ωραιότατο γουίκι ονομαζόμενο βικιπριακά :))

Μ'αρέσει που γράφει "πιθανές ετυμολογίες master (αγγλ.), maistre (π. γαλλ.), maestro (ιταλ.), méstro (ενετ.) Η λέξη προέρχεται απο: magister (λατ.) < μέγιστος (ελλ.)".
Πολύ ενδιαφέρον γουίκι! Θενκς!

...Έχει κάποια σημασία που το αντίθετό της είναι... minister;

ένας άντρας μετρ = ο επικεφαλής ενός εστιατορίου
μια γυναίκα μετρέσα = πουτάνα

Έχει κάποια σημασία; :)
 
Ευχαριστώ. Πάντως είναι απίστευτο τι μπορεί να βρει κανείς στο lexilogia.gr. Tώρα μόλις βρήκα το "γκρανμέτρ" στο γλωσσάρι με το σκάκι
grandmaster --- γκρανμάστερ, γκρανμέτρ, (σπάν.) μεγάλος διεθνής μέτρ ή ΜΔΜ
http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=6509&highlight=μετρ


O.K. Ι adjust or j'adoube ζαντούμπ, Διορθώνω. Aπλογράφηση (και όχι απλοποίηση της γραφής)
 
Back
Top