δικαιούμαι - δικαιώνομαι

Την αφορμή μου έδωσε μία είδηση που διάβασα σήμερα και αφορά τους πυροσβέστες.
Απόφαση του αρμόδιου υπουργού σχετική με τις μεταθέσεις τους προβλέπει ότι "όλοι οι μετατιθέμενοι θα δικαιωθούν οδοιπορικά". Επίσης, στο παρελθόν, σε έγγραφο Τράπεζας είχα διαβάσει "κατάσταση ασθενών δικαιωθέντων εξόδων νοσηλείας".
Μπορεί να κάνω λάθος αλλά και οι δύο εκφράσεις με ενοχλούν αφάνταστα.
Στα λεξικά το ρήμα δικαιούμαι, προερχόμενο από το αρχαίο δικαιώ, υπάρχει μόνο στον ενεστώτα και σημαίνει :έχω το νόμιμο δικαίωμα να απαιτήσω π.χ. επίδομα, άδεια, σύνταξη κλπ. και έχω το δικαίωμα σε κάτι, δηλ. μου οφείλεται ή μου επιτρέπεται κάτι π.χ. δεν δικαιούσαι να ομιλείς (προσφιλής έκφραση μακαρίτη υπουργού -εκείνος έλεγε :δια να ομιλείς).
Επομένως, δεν θα έπρεπε, το έγγραφο του Υπουργείου να λέει : "όλοι οι μετατιθέμενοι δικαιούνται οδοιπορικά" και της Τράπεζας "κατάσταση ασθενών που δικαιούνται έξοδα νοσηλείας" έστω και αν οι ασθενείς πήραν τα έξοδα νοσηλείας στο παρελθόν;
Όσο για το δικαιώνομαι, αν και το χρησιμοποιούμε συχνότατα (π.χ. ο αγώνας τώρα δικαιώνεται) δεν το βρήκα πουθενά - σε κανένα λεξικό.
Μπορείτε να βοηθήσετε να λύσω τις απορίες μου;
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα σου. Καλά τα λένε τα λεξικά, αν και δεν το βροντοφωνάζουν (δηλ. το ΛΝΕΓ δεν έχει πλαίσιο :) ). Το πρόβλημα των τύπων που συνέλαβες (πρώτη φορά τούς ακούω να χρησιμοποιούνται έτσι) είναι ότι προσπαθούν να δώσουν αόριστο και μετοχή αορίστου σε ρήμα (το δικαιούμαι) που κανονικά δεν έχει. Δηλαδή: και το δικαιούμαι και το δικαιώνω / δικαιώνομαι, με τις διαφορετικές σημασίες και χρήσεις, προέρχονται από το αρχαίο δικαιόω. Το δικαιώνω είναι πληρέστατο στην κλίση του: δικαίωνα, δικαίωσα, δικαιωνόμουν, δικαιώθηκα, δικαιωμένος, για τους σουπερλόγιους και δικαιωθείς — και το απολίθωμα «ο νεκρός δεδικαίωται». Όλα αυτά με τη σημασία «δίνω σε κάποιον το δίκιο του» (στο ενεργητικό), «βρίσκω το δίκιο μου» (στο μεσοπαθητικό) — και παρόμοιες, βλ. στα λεξικά. Όταν λοιπόν επιχειρεί κάποιος να δώσει στο μισερό δικαιούμαι («έχω το δικαίωμα να παίρνω ή να κάνω κάτι») χρόνο άλλον από τον ενεστώτα και τον παρατατικό (ή τη λόγια μετοχή ενεστώτα, δικαιούμενος, ή τον μέλλοντα διαρκείας θα δικαιούνται ή το υποθετικό θα δικαιούνταν), οι τύποι που θα φτιάξει θα είναι του άλλου ρήματος, θα είναι ο μεσοπαθητικός δικαιώνομαι του δικαιώνω, και ο ακροατής ή ο αναγνώστης θα αναρωτιέται ποιος βρήκε το δίκιο του.

Στα παραδείγματά σου:
«όλοι οι μετατιθέμενοι (θα) δικαιούνται (να λάβουν) οδοιπορικά»
«κατάσταση ασθενών δικαιουμένων έξοδα (ΟΧΙ εξόδων) νοσηλείας / που δικαιούνται (να λάβουν)»


Ας έχουμε επίσης καλά τοποθετημένες τις κεραίες για τα αναμενόμενα:
*δικαιωθέντες εργάτριες
δικαιούται *αυξήσεως



ΛΚΝ:

δικαιώνω -ομαι P1 : 1. απαλλάσσω κπ. από μια κατηγορία: H δικαιοσύνη τον δικαίωσε. Κάποτε θα δικαιωθώ. 2α. αναγνωρίζω κτ. εκ των υστέρων ως σωστό, ως δίκαιο: Οι αγώνες / οι προσπάθειές μας δικαιώθηκαν. β. αποδεικνύω εκ των υστέρων ότι κτ. είναι αληθινό ή ότι κάποιος έχει δίκιο: H πορεία των γεγονότων δικαίωσε τις προβλέψεις μου. Θεωρία που δικαιώνεται στην πράξη. Δικαίωσε τη φήμη του. Τα γεγονότα τον δικαίωσαν πλήρως. Δικαιώθηκε στις εκτιμήσεις του. [λόγ. < ελνστ. δικαι(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `τιμωρώ΄]

δικαιούμαι P (μόνο στο ενεστ. θ.) δικαιούσαι, δικαιούται, δικαιούμαστε, δικαιούστε, δικαιούνται, πρτ. δικαιούμουν, μπε. δικαιούμενος : α. έχω το νόμιμο δικαίωμα να απαιτήσω κτ.: ~ το ένα τρίτο της περιουσίας του. ~ επίδομα ανεργίας. ~ ένα μήνα άδεια / σύνταξη / να νοσηλευτώ στην πρώτη θέση. || (μπε., σε λόγ. σύντ.) Οι δικαιούμενοι δανείου και ως ουσ. οι δικαιούμενοι, οι δικαιούχοι. β. έχω δικαίωμα σε κτ., μου οφείλεται ή μου επιτρέπεται κτ.: ~ και εγώ να ξεκουραστώ λίγο. Δε δικαιούσαι να διαμαρτύρεσαι. [λόγ. παθ. < αρχ. δικαιῶ `κρίνω δίκαιο΄ σημδ. γαλλ. être en droit de]
 

daeman

Administrator
Staff member
[...]
δικαιούμαι, δικαιώνω, δικαιώνομαι, δικαιόω. δικαίωνα, δικαίωσα, δικαιωνόμουν, δικαιώθηκα, δικαιωμένος, δικαιωθείς, «ο νεκρός δεδικαίωται». δικαιούμενος, θα δικαιούνται, θα δικαιούνταν
[...]

Δικαιόπολις!
Παράβαση (Ν. Παπάζογλου) & Στάσιμο -
Δ. Σαββόπουλος (Αχαρνής - Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια)​

Παραπροϊόν, η σύνδεση με άλλο νήμα:
Λάμαχος
ἀλλὰ τίς γὰρ εἶ;
Δικαιόπολις
ὅστις; πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης,
ἀλλ’ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, στρατωνίδης,
σὺ δ’ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, μισθαρχίδης.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εγώ σε ευχαριστώ, όχι μόνο που συνέλαβες τους τύπους, αλλά και που τους προσήγαγες μέχρι τα μέρη μας.
 
Top