Εντελώς το αντίθετο συμβαίνει με τον χριστιανισμό, αγαπητέ Skam. Για να είμαι σύντομος, ο χριστιανισμός ξεκαθάρισε απ’ αρχής τα δογματικά του: διακήρυξε ότι η βασιλεία του δεν είναι του κόσμου τούτου και άφησε τις υποθέσεις του Καίσαρα στον Καίσαρα. Η πραγμάτωση της βασιλείας του Θεού γίνεται στην ψυχή του καθενός ανθρώπου («εντός υμών εστιν») και διόλου δεν προϋποθέτει αυτό ότι η κοινότητα των χριστιανών έχει διάσταση πολιτική («το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει»). Μάλιστα ο απόστολος Παύλος έγινε ακόμη σαφέστερος: συνέστησε ως καθήκον του χριστιανού την υποταγή στην εγκόσμια εξουσία, διότι και αυτή «υπό Θεού εστιν» και ο Καίσαρας δεν κρατά τη μάχαιρα αναίτια.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως, αν το δούμε ιστορικά, από τη στιγμή που ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους και η Εκκλησία ο υπ’ αριθμόν ένα θεσμός της αυτοκρατορίας, στο μονοθεϊστικό κράτος που ήταν η Ρώμη και το Βυζάντιο, καθώς και στα διάδοχά τους κράτη και κρατίδια του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη, η κοινότητα των πιστών ταυτίστηκε με την κοινότητα των υπηκόων του μονάρχη (και οποιαδήποτε παρέκκλιση στα θρησκευτικά συνιστούσε αυτομάτως προσβολή κατά του κράτους). Όμως από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ο Μεσαίωνας όλος πέρασε με οξύτατη διαπάλη μεταξύ πάπα και αυτοκράτορα στη Δύση για το πρωτείο της εξουσίας, έπειτα ήρθαν τα σχίσματα, η Μεταρρύθμιση και η Αναγέννηση, και, το κυριότερο, οι εμφύλιοι ευρωπαϊκοί πόλεμοι με πρόσχημα τη θρησκεία (οι «θρησκευτικοί»). Από την αιματηρή αυτή σύγκρουση βγήκε νικήτρια η άποψη ότι ο άνθρωπος ως προσωπικότητα καλό είναι να αφήνεται ελεύθερος όσον αφορά τη θρησκευτική του προτίμηση· ακόμη δε περισσότερο, με το θρίαμβο του Διαφωτισμού και της Επανάστασης, ότι η θρησκεία δεν πρέπει να προσδιορίζει καν τον άνθρωπο στη δημόσια παρουσία του και οφείλει να παραμένει υπόθεση ιδιωτική (το πρώτο μέλημα του Διαφωτισμού ήταν η ανεξιθρησκία). Τέλος, με την έλευση του εικοστού αιώνα, και οι εκκλησίες αποχωρίστηκαν από το κράτος λίγο πολύ παντού στη Δύση, τουλάχιστον εν τοις πράγμασι έστω κι αν δεν υπάρχει ρητή διατύπωση.
Όλα αυτά τα λέω για να αντιδιαστείλω τον χριστιανισμό από το Ισλάμ. Στο Ισλάμ δεν νοείται διαχωρισμός θρησκείας και κοινωνίας. Η κοινότητα των πιστών, η
ούμμα, είναι ταυτόχρονα και η κοινότητα των πολιτών, οι θεσμοί της και οι άρχοντές της είναι ταυτόχρονα θεσμοί και άρχοντες πολιτικοί. Δεν νοείται πραγμάτωση της ισλαμικής θρησκείας σε περιβάλλον μη ισλαμικό. Δεν είναι πλήρης η ισορροπία του κόσμου, όταν επί γης υπάρχουν πληθυσμοί μουσουλμάνων που δεν είναι υπήκοοι σε μουσουλμανική εξουσία. Αυτό ερμηνεύεται, κατά μία επικρατούσα έννοια, με το ότι όπου υπάρχουν μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο, εκεί πρέπει και να εγκατασταθεί μουσουλμανική «πολιτική» εξουσία. Οποιαδήποτε άλλη κατάσταση αποτελεί υποχώρηση στους συσχετισμούς δυνάμεως του παρόντος και δεν είναι οριστική (συμπαντικά).
Ως προς το τι συνιστά ρατσιστικό λόγο, υποθέτω ότι συμφωνείς ότι ρατσισμός είναι η αστήρικτη γενίκευση (το να λες «όλοι οι μουσουλμάνοι είναι … αυτό ή εκείνο»). Για τα δικά μου μέτρα, από τη στιγμή που έχουμε καταλάβει ότι δεν είναι όλοι οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές, δεν είναι όλοι οι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι ριζοσπαστικοποιημένοι, και δεν είναι όλοι οι ριζοσπαστικοποιημένοι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι βίαιοι ιεροπολεμιστές, τότε μπορούμε να συνεννοηθούμε (μεταξύ μας εννοώ, γιατί με αρκετούς ιεροπολεμιστές δεν μπορεί κανείς να συνεννοηθεί). Και δεν βλέπω γιατί κινδυνεύει κανείς να κατηγορηθεί για ρατσισμό όταν επικρίνει τους δολοφόνους ιεροπολεμιστές για την κτηνώδη βία τους. Απλώς διστάζω ακόμα να αποδεχτώ ανεπιφύλακτα τον νεοπαγή όρο
ισλαμοφασίστες για να τους περιγράψω, αν μη τι άλλο για λόγους ιστορικούς, γιατί προκαλείται μεγαλύτερη σύγχυση όταν μπερδεύουμε όρους από άσχετες εποχές.