...
συσκώτι: χοίρειον ήπαρ (νόστιμον το ήμαρ, με το ρημάδι)
συσκώτιση: η δημιουργία νέου συκωτιού από τα συστερικά γέλια στο συσχετικό νήμα
συσκωτίζομαι: 1. καταναλώνω συσκώτι. 2. κάνω συσκώτιση. 3. προκαλώ σύσχυση που έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση
συσκώτι: χοίρειον ήπαρ (νόστιμον το ήμαρ, με το ρημάδι)
συσκώτιση: η δημιουργία νέου συκωτιού από τα συστερικά γέλια στο συσχετικό νήμα
συσκωτίζομαι: 1. καταναλώνω συσκώτι. 2. κάνω συσκώτιση. 3. προκαλώ σύσχυση που έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση