Τα καλά παιδιά του slang.gr έχουν το τριγκάρω.
Ο ορισμός τους καλύπτει μόνο τη σημασία "πειράζω" τής καθομιλουμένης, ενώ πολύ πιο διαδεδομένη είναι η τεχνική χρήση [όπου σημαίνει ό,τι και το trigger "to initiate or precipitate (a chain of events, scientific reaction, psychological process, etc.)"].
Στη Λεξιλογία τα πάντα αργά ή γρήγορα παίρνουν τον δρόμο τους: Θυμήθηκα την παραίνεση του Νίκελ σήμερα που χρησιμοποίησα για το ρ. trigger την απόδοση πυροδοτώ επειδή ήταν η καταλληλότερη για την περίπτωση. Αντιγράφω από το ΛΚΝ: πυροδοτώ 2. (μτφ.) προκαλώ ενέργειες, διαδικασίες ή εξελίξεις (συνήθως ανεπιθύμητες). Οπότε το προσθέτω εδώ (μια που είχαμε τελικά νήμα, όπως αποδείχθηκε :)).Τι, δεν σε τρίγκαρε ακόμα να φτιάξεις ένα σωστό λήμμα στο ελληνικό;![]()