Ο υπασπιστής («αξιωματικός ως ακόλουθος σημαντικού προσώπου», ΕΛΝΕΓ) ήταν αρχικά «ασπιδοφόρος, οπλοφόρος (συνήθως βασιλιά ή στρατηγού)», από το ρήμα υπασπίζω < υπο + ασπίζω < ασπίς. Στο LSJ, shield-bearer, armour-bearer, esquire.
Ο ασπιδοφόρος για τους Βυζαντινούς ήταν ο βοηθός του πολεμιστή που μετέφερε την ασπίδα του.
Για τους Ρωμαίους η ασπίδα (η στρογγυλή) ήταν clipeus, ενώ η μεγάλη επιμήκης ασπίδα σε σχήμα θύρας, δηλαδή ο «θυρεός», ήταν scutum. Ίσως να προέρχεται από την ελληνική λέξη σκύτος, το κατεργασμένο δέρμα με το οποίο έφτιαχναν παλιά τις ασπίδες, αλλά με τόσες παρετυμολογίες να κυκλοφορούν δεν έχω καμιά σιγουριά. Πάντως το scutum έγινε σκούτο και σκουτάρι στους Βυζαντινούς (και ο ασπιδοφόρος ή θυρεοφόρος, scutarius, σκουτάριος).
Από τα scutum έχουμε το αγγλικό escutcheon για τον θυρεό (των οικοσήμων) και από το scutarius, μέσω γαλλικής (écu η ασπίδα / θυρεός και écuyer ο ασπιδοφόρος) τον esquire και τον squire. Ο esquire ή squire (=ασπιδοφόρος), σύμφωνα και με το OED, ήταν στους ιπποτικούς χρόνους ο ευγενικής καταγωγής νέος που ακολουθούσε τον ιππότη στις πολεμικές επιχειρήσεις και προαλειφόταν για το αξίωμα. Κατώτερος από τον ασπιδοφόρο και σε εφηβική ηλικία ήταν ο ακόλουθος (page). Σύμφωνα με το OED, η λέξη esquire ή squire χρησιμοποιείται για να αποδώσει όχι μόνο τον scutarius αλλά και το παλαιότερο λατινικό armiger (armour-bearer, υπασπιστής, shield-bearer). Στην εραλδική ο esquire θα μπορούσε να μεταφραστεί και θυρεοφόρος. Από τότε έχει μείνει μόνο (εκτός από το περιοδικό :) ) η βραχυγραφία Esq. που μπαίνει σε διευθύνσεις, σαν τίτλος αβροφροσύνης μετά το όνομα και αντί να βάλουμε το Mr πριν (π.χ. George Scott, Esq.). Το squire χρησιμοποιείται σήμερα για τον ασπιδοφόρο του ιππότη σε ιστορικά συγγράμματα και για πιο σύγχρονες σημασίες, π.χ. τον γαιοκτήμονα ή, σε λαϊκές προσφωνήσεις, για το «κύριε».
Scutum
Λεξιλόγιο:
υπασπιστής (στα αρχαία, δηλ. ασπιδοφόρος) = shield-bearer, armour-bearer, esquire.
στρογγυλή ασπίδα = (λατ. clipeus) buckler, round shield (γαλλ. bouclier)
θυρεός = (η επιμήκης ασπίδα) (λατ. scutum, βυζ. σκούτο, σκουτάρι) scutum, oblong shield | (οικοσήμου) escutcheon, shield.
esquire, squire = (λατ. scutarius και armiger, γαλλ. écuyer) shield-bearer, armour-bearer, «υπασπιστής», ασπιδοφόρος, θυρεοφόρος, «οπλοφόρος».
http://en.wikipedia.org/wiki/Scutum_(shield)
http://en.wikipedia.org/wiki/Squire
Jobs of a squire (από το παραπάνω άρθρο)
The typical duties of a squire included:
Ο ασπιδοφόρος για τους Βυζαντινούς ήταν ο βοηθός του πολεμιστή που μετέφερε την ασπίδα του.
Για τους Ρωμαίους η ασπίδα (η στρογγυλή) ήταν clipeus, ενώ η μεγάλη επιμήκης ασπίδα σε σχήμα θύρας, δηλαδή ο «θυρεός», ήταν scutum. Ίσως να προέρχεται από την ελληνική λέξη σκύτος, το κατεργασμένο δέρμα με το οποίο έφτιαχναν παλιά τις ασπίδες, αλλά με τόσες παρετυμολογίες να κυκλοφορούν δεν έχω καμιά σιγουριά. Πάντως το scutum έγινε σκούτο και σκουτάρι στους Βυζαντινούς (και ο ασπιδοφόρος ή θυρεοφόρος, scutarius, σκουτάριος).
Από τα scutum έχουμε το αγγλικό escutcheon για τον θυρεό (των οικοσήμων) και από το scutarius, μέσω γαλλικής (écu η ασπίδα / θυρεός και écuyer ο ασπιδοφόρος) τον esquire και τον squire. Ο esquire ή squire (=ασπιδοφόρος), σύμφωνα και με το OED, ήταν στους ιπποτικούς χρόνους ο ευγενικής καταγωγής νέος που ακολουθούσε τον ιππότη στις πολεμικές επιχειρήσεις και προαλειφόταν για το αξίωμα. Κατώτερος από τον ασπιδοφόρο και σε εφηβική ηλικία ήταν ο ακόλουθος (page). Σύμφωνα με το OED, η λέξη esquire ή squire χρησιμοποιείται για να αποδώσει όχι μόνο τον scutarius αλλά και το παλαιότερο λατινικό armiger (armour-bearer, υπασπιστής, shield-bearer). Στην εραλδική ο esquire θα μπορούσε να μεταφραστεί και θυρεοφόρος. Από τότε έχει μείνει μόνο (εκτός από το περιοδικό :) ) η βραχυγραφία Esq. που μπαίνει σε διευθύνσεις, σαν τίτλος αβροφροσύνης μετά το όνομα και αντί να βάλουμε το Mr πριν (π.χ. George Scott, Esq.). Το squire χρησιμοποιείται σήμερα για τον ασπιδοφόρο του ιππότη σε ιστορικά συγγράμματα και για πιο σύγχρονες σημασίες, π.χ. τον γαιοκτήμονα ή, σε λαϊκές προσφωνήσεις, για το «κύριε».

Scutum
Λεξιλόγιο:
υπασπιστής (στα αρχαία, δηλ. ασπιδοφόρος) = shield-bearer, armour-bearer, esquire.
στρογγυλή ασπίδα = (λατ. clipeus) buckler, round shield (γαλλ. bouclier)
θυρεός = (η επιμήκης ασπίδα) (λατ. scutum, βυζ. σκούτο, σκουτάρι) scutum, oblong shield | (οικοσήμου) escutcheon, shield.
esquire, squire = (λατ. scutarius και armiger, γαλλ. écuyer) shield-bearer, armour-bearer, «υπασπιστής», ασπιδοφόρος, θυρεοφόρος, «οπλοφόρος».
http://en.wikipedia.org/wiki/Scutum_(shield)
http://en.wikipedia.org/wiki/Squire
Jobs of a squire (από το παραπάνω άρθρο)
The typical duties of a squire included:
- Carrying the knight's armor, shield, and sword,
- Holding any prisoners the knight takes,
- Rescuing the knight should the knight be taken prisoner,
- Ensuring an honorable burial of the knight in the event of his death,
- Replacing the knight's sword if it was broken or dropped,
- Replacing the knight's horse with a new horse or the squire's should the horse be injured or killed,
- Dressing the knight in his armour,
- Carrying the knight's flag,
- Protecting the knight if needed