metafrasi banner

regimentation (σε γλωσσικό συγκείμενο)

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Καλός φίλος μού γράφει:

«Ένας όρος, που ξεκίνησε από τον στρατό αλλά τώρα πια κυκλοφορεί κυρίως με πολιτικά.

Η χρήση που αφορά τη γλώσσα: μια regimented έκφραση, (μια γλώσσα) έχει παραφραστεί με τρόπο που να αποφεύγει αμφισημίες, σε κάποιες περιπτώσεις εισάγονται και σύμβολα, (α, β, χ ψ) για να ταυτιστούν τα ίδια πράγματα και να μην συγχέονται με άλλα. Μια regimented εκδοχή μιας γλώσσας προσφέρεται περισσότερο για να την κατανοήσει και ένας μη native speaker, εκφράζει με ακρίβεια τις λόγικές σχέσεις μεταξύ των όρων. Την καταλαβαίνει, για τον σκοπό λχ της μετάφρασης, πιο εύκολα ένας υπολογιστής.

Πώς το λέμε αυτό στα ελληνικά;»
 
Ή προτυποποιημένη. Ή αυστηρά δομημένη. Δεν βρίσκω καθιερωμένη ορολογία.
 
Δηλαδή δεν έχει σχέση με τη regimented theory τού Quine; ?
 
Επειδή όποιος είναι σε regimen κάνει δίαιτα ? δηλαδή μπαίνει εκών ή άκων σε ένα σύστημα (καρτεσιανών) συντεταγμένων (σε απλά ελληνικά, φοράει ζουρλομανδύα), γι' αυτό προτείνω: ορθοκανονισμένη.
 
Σκόρπιες σκέψεις:

regimented
κανονικοποιημένος
συντεταγμένος (;)

(πιο χαλαρά)
αυστηρά οργανωμένος
αυστηρά ελεγχόμενος
πειθαρχημένος

(στη γλωσσολογία, προτάσεις)
αναμφίσημος (;)
αναμφίλεκτος (;)
αμφιμονοσήμαντος (;)

regimentation
οργάνωση
πειθαρχία (αφού δεν το βάλαμε στο discipline...)

αμφιμονοσημαντότητα (;)
 
γλωσσική κανονιστικότητα;
Τώρα που το ξανασκέφτηκα ...
"γλωσσική κανονιστικότητα" is probably closer to linguistic prescriptivism (the practice of laying down norms for language usage)?
"γλωσσική κανονικοποίηση" would be closer to linguistic regimentation?
 
Back
Top