knowing = suggesting that somebody knows a secret or something that others are unaware of: a knowing smile [Encarta® 2008]
We exchanged knowing looks = ανταλλάξαμε βλέμματα γεμάτα νόημα / γεμάτα σημασία / συνωμοτικά βλέμματα
Πηγαίνει και προς το eloquent = εύγλωττος
και προς το suggestive = που λέει λίγα και υπονοεί πολλά
We exchanged knowing looks = ανταλλάξαμε βλέμματα γεμάτα νόημα / γεμάτα σημασία / συνωμοτικά βλέμματα
Πηγαίνει και προς το eloquent = εύγλωττος
και προς το suggestive = που λέει λίγα και υπονοεί πολλά