Έμμεση συνεισφορά στο νήμα περί φεμινιστικής γλωσσολογίας.
Πώς θα πούμε τον σύζυγο που μένει στο σπίτι και μεγαλώνει τα παιδιά ενώ η σύζυγος κάνει καριέρα και αποτελεί την μοναδική πηγή εισοδήματος; Τον «ανεπάγγελτο» σύζυγο (όχι αυτόν δηλαδή που η δουλειά του βολεύει να γίνεται από το σπίτι), αυτόν που δηλώνει (αν δηλώνει...) επάγγελμα οικιακά; Όσο νοικοκύρης άνθρωπος και αν είναι, θα τον αποδίδατε μεταφραστικά ως «νοικοκύρη»;
Πρακτικό θέμα, αλλά ίσως καλό και για καλοκαιρινή συζήτηση. Για το Pons.de, είναι λυμένο:
Hausmann <-(e)s, -männer> SUBST m > νοικοκύρης m
Αν ήταν έτσι απλά τα πράγματα...
Μερικές από τις αποδόσεις των γερμανοαγγλικών λεξικών (όχι ότι χρειάζεται για τη διασαφήνιση του όρου, απλώς για να υπάρχουν --ιδίως το τελευταίο ;)):
pons.de: house husband
dict.cc: househusband, house husband, homemaker [male] [mainly Am.] και betty [Br.] (για αυτό το τελευταίο...
)
Πώς θα πούμε τον σύζυγο που μένει στο σπίτι και μεγαλώνει τα παιδιά ενώ η σύζυγος κάνει καριέρα και αποτελεί την μοναδική πηγή εισοδήματος; Τον «ανεπάγγελτο» σύζυγο (όχι αυτόν δηλαδή που η δουλειά του βολεύει να γίνεται από το σπίτι), αυτόν που δηλώνει (αν δηλώνει...) επάγγελμα οικιακά; Όσο νοικοκύρης άνθρωπος και αν είναι, θα τον αποδίδατε μεταφραστικά ως «νοικοκύρη»;
Πρακτικό θέμα, αλλά ίσως καλό και για καλοκαιρινή συζήτηση. Για το Pons.de, είναι λυμένο:
Hausmann <-(e)s, -männer> SUBST m > νοικοκύρης m
Αν ήταν έτσι απλά τα πράγματα...
Μερικές από τις αποδόσεις των γερμανοαγγλικών λεξικών (όχι ότι χρειάζεται για τη διασαφήνιση του όρου, απλώς για να υπάρχουν --ιδίως το τελευταίο ;)):
pons.de: house husband
dict.cc: househusband, house husband, homemaker [male] [mainly Am.] και betty [Br.] (για αυτό το τελευταίο...
Last edited by a moderator: