metafrasi banner

decertification

rogne

¥
Ψάχνω μια καθιερωμένη απόδοση, αν υπάρχει, σε συνδικαλιστικά συμφραζόμενα (όπως αυτά).

ΥΓ. Ο όρος μοιάζει να είναι επίκαιρος και στα καθ' ημάς, με τις "ειδικές" επιχειρησιακές και τις ατομικές συμβάσεις που προωθούνται αγρίως, αλλά ας μην επεκταθώ τώρα...
 
Βλέπω εδώ τον παρακάτω ορισμό:
de·cer·ti·fy (d-sûrt-f)
tr.v. de·cer·ti·fied, de·cer·ti·fy·ing, de·cer·ti·fies
To revoke the certification of: voted to decertify the union.

http://www.thefreedictionary.com/decertify

Σε πρώτη φάση, θα το έλεγα περιφραστικά, π.χ. αφαίρεση δικαιωμάτων διαπραγμάτευσης, αλλά θα ρωτήσω και πιο εξειδικευμένους και θα επανέλθω.
 
Καλησπέρα. Και το Οικονομικό του Χρυσοβιτσιώτη με ορισμό το αποδίδει.

decertification. Η αφαίρεση του δικαιώματος ενός σωματείου να εκπροσωπεί τους εργαζομένους (κυρίως μετά από ψηφοφορία των μελών).
 
Ευχαριστώ για τους ορισμούς. Πιστεύετε ότι ένα γενικό "απονομιμοποίηση", μέσα σε συμφραζόμενα που δείχνουν τι ακριβώς απονομιμοποιείται, θα έστεκε;
 
Δεν ξέρω αν το συνδέεις με περιπτώσεις όπως π.χ. αυτό εδώ το θέμα για «απομάκρυνση του εκπροσώπου» των εργαζομένων, αλλά θα έλεγα ότι μάλλον είναι χρήσιμες συμφράσεις όπως αφαίρεση διαπίστευσης (που έχει χρησιμοποιηθεί βέβαια διαφορετικά στα γκουγκλίσματα) (και θα πρότεινα εδώ την αποδιαπίστευση) ή απονομιμοποίηση (που έχουμε ήδη συζητήσει στη Λεξιλογία, νικ-έλ! :D).
 
Και σε λαϊκότερες διατυπώσεις: το ξεδόντιασμα. Καλές είναι οι προτάσεις σας, και ο νεολογισμός.
 
Κρίθηκε παράνομο;
Έκπτωτο συνδικάτο, όπως ήταν κάποτε η Αλληλεγγύη (ή ήταν παράνομο συνδικάτο; )
 
Κρίθηκε παράνομο;
Έκπτωτο συνδικάτο, όπως ήταν κάποτε η Αλληλεγγύη (ή ήταν παράνομο συνδικάτο; )

Αν και φαντάζει παράδοξο, η "Αλληλεγγύη" δεν ήταν ούτε έκπτωτο ούτε παράνομο συνδικάτο: ήταν η πρώτη νόμιμη συνδικαλιστική οργάνωση της Πολωνίας επί "υπαρκτού".
 
Back
Top