Άσχετο: Και γιατί βάφτισαν τον πλειοδότη "υπερθεματιστή"; Επειδή πάρα πολύ παλιά υπερθεματίζω σήμαινε "κάνω υψηλότερη προσφορά"; Δεν τους έκαναν οι σύγχρονες έννοιες των λέξεων, προτιμούν τις αρχαίες;
«Υπερθεµατιστής»: Είναι εκείνος από τους Συµµετέχοντες στη ∆ηµοπρασία που έχει υποβάλει την µέγιστη τιµή για συγκεκριµένο Όνοµα Χώρου µε κατάληξη .gr
υπερθεματίζω = λόγ. < ελνστ. ὑπερθεματίζω "κάνω υψηλότερη προσφορά"
«Υπερθεµατιστής»: Είναι εκείνος από τους Συµµετέχοντες στη ∆ηµοπρασία που έχει υποβάλει την µέγιστη τιµή για συγκεκριµένο Όνοµα Χώρου µε κατάληξη .gr
υπερθεματίζω = λόγ. < ελνστ. ὑπερθεματίζω "κάνω υψηλότερη προσφορά"