...
I'd say fierce or perhaps fiery glances, especially after the fig scene, while the aroused youth is staring wolfishly at the plump Irish girl.
Tαυροκοιτάζωusually means to glare (like a bull), as frequently used by Kazantzakis in his translation of the Odyssey:
Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
«Καημένε, εγώ κακό δε σου ΄καμα, κακό δε σου ΄πα λόγο·
δε θα με πείραζε δοσίματα κι αν σου ΄διναν περίσσια.
Κι είπε ο Oδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τη:
«Θα τρέξω να ΄βρω τον Τηλέμαχο, να μαρτυρήσω, σκύλα,
τα όσα μου λες, κι αυτός αρπώντας σε κομμάτια θα σε κάνει!»
Είπε, και σύγκλυσε του Ευρύμαχου πιο ακόμα οργή τα φρένα,
και λόγια του ΄λεγε ανεμάρπαστα ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Βαριά θα μου πλερώσεις, άραχλε, γι΄ αυτά που ξεστομίζεις
σε τόσους άντρες μέσα απόκοτα, χωρίς να νιώθεις φόβο.
Κι ο Γλαύκος τότε, ο γιος του Ιππόλοχου, των Λυκιωτών ο ρήγας,
λόγια βαριά πετάει στον Έχτορα ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Έχτορα εσύ πανώριε, ως φαίνεται, καρδιά σταλιά δεν έχεις!
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κορυθαίολοςἝκτωρ·
Ταυροκοιτάζοντάς τον ο Έχτορας ο κρανοσείστης του 'πε:
rendering the phrase ὑπόδρα ἰδὼν —υπόδρα: επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό.
Bien's furtive glances give the impression of timidness, of a guilty nervousness not fitting to the image of the ripe, juicy fig being plucked and peeled that makes the mouth water, or the bull in heat that ταυροκοιτάζω implies in this case, imho.