σέρα

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Καλημέρα,

Σε πολλά γερμανικά σπίτια υπάρχει ο εσωτερικός κήπος στον εξωτερικό τοίχο όπως σε αυτές εδώ τις φωτογραφίες (από τη βίκη):

220px-Wintergarten_%28Eingefahrener_Sonnenschutz%29_%28Anemometer%29.jpg
|
220px-Prefabricated_house.jpg

ή όπως σε αυτά τα πολλά παραδείγματα.

Αναρωτιέμαι αν είναι δόκιμο να αποδώσουμε αυτόν τον χώρο ως σέρα (που σύμφωνα με τα λεξικά, είναι το «θερμοκήπιο λουλουδιών») ή αν υπάρχει κάτι άλλο, καλύτερο.
 
Χμμ, παρατηρητικό μέλος μου υπέδειξε τώρα σχετική (κτγμ ατελέσφορη) συζήτηση που έχει ήδη γίνει π.Χ.:
http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=1407

Έλα όμως που χρειάζομαι κάτι μονολεκτικό και κατανοητό γι΄αυτό το πράγμα. Είναι δυνατό να φωνάζει η μαμά στο παιδί της:

«Πού πας παιδί μου; Πρόσεχε εκεί στην εσωτερική αυλή/ στο αίθριο/στον εσωτερικό κήπο μη σπάσεις κανά τζάμι με την μπάλα σου;»

Σέρα ή λιακωτό; Για ξανασκεφτείτε το...
 
Θα προτιμούσα τη γραφή με δύο ρ. Επίσης serre στα γαλλικά είναι το θερμοκήπιο βλ. εδώ Βέβαια υπάρχει και ο γνωστός πυρρίχιος χορός με αυτήν τη γραφή. Eπίσης αυτό εδώ είναι μάλλον jardin d'hiver. Μου θυμίζει το αρχαίο ρωμαϊκό "atrium"
http://en.wikipedia.org/wiki/Atrium_(architecture)
H Elsa ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει.
Κάπου έχω διαβάσει ότι στις Σέρρες υπήρχαν πολλά θερμοκήπια. Αληθεύει; Τώρα αναρρωτιέμαι αν πήρε από αυτά την ονομασία της η ελληνική πόλη.
 
Θα προτιμούσα το λιακωτό, γιατί ο αναγνώστης ακόμη και αν δεν ξέρει την ακριβή σημασία της λέξης μπορεί να καταλάβει περί τίνος πρόκειται
 
Όλες οι λέξεις καλές φαίνονται αρκεί να μην είναι αυτός ο χώρος βαμμένος σε αποχρώσεις βιολέ, ρουζ ή σοκολά. Προτιμώ το κεραμιδί. Απλά ζήτημα γούστου.
 
Κάπου έχω διαβάσει ότι στις Σέρρες υπήρχαν πολλά θερμοκήπια. Αληθεύει; Τώρα αναρωτιέμαι αν πήρε από αυτά την ονομασία της η ελληνική πόλη.
Καμία σχέση — τα Σέρρας είναι εξέλιξη αρχαίας ονομασίας (Σίρις η Παιονική). Οι αρχαιότατοι κάτοικοι των Σερρών ονομάζονταν Σιρριοπαίονες, και στα νότια κατοικούσαν οι Οδόμαντοι ή Οδόμαντες. Η πόλη αναφέρεται και με το όνομα Σίρρα.
 
Πήγαινα κι εγώ να παραπέμψω στο σχετικό, ατελέσφορο νήμα, αλλά είδα ότι με πρόλαβες, δόκτωρ. Αν το κείμενό σου δεν απαιτεί σχολαστική ακρίβεια, θα μπορούσες να πεις και τζαμωτό. Πάντως σίγουρα όχι προσαρτημένο θερμοκήπιο!
 
Η σέρα μού φέρνει στο μυαλό μόνο θερμοκήπια. Το λιακωτό μού φαίνεται πολύ παλιακή λέξη, αλλά ίσως είναι μόνο δική μου αίσθηση.
Αν κατάλαβα καλά, ψάχνουμε απόδοση για το Wintergarten. Αν δεν είχες τη λέξη σε διάλογο όπως εδώ, αλλά σε περιγραφή, θα προτιμούσα το περιγραφικό "χειμωνιάτικος/κλειστός κήπος". Εν προκειμένω... θα ήταν μεγάλη κλεψιά το "πρόσεχε μη σπάσεις την τζαμαρία του κήπου";
 
Πήγαινα κι εγώ να παραπέμψω στο σχετικό, ατελέσφορο νήμα, αλλά είδα ότι με πρόλαβες, δόκτωρ. Αν το κείμενό σου δεν απαιτεί σχολαστική ακρίβεια, θα μπορούσες να πεις και τζαμωτό. Πάντως σίγουρα όχι προσαρτημένο θερμοκήπιο!

Λες να τα'γραψα όλα αυτά σκόπιμα γι'αυτό το λόγο; ;) :p
 
Δεν έχω να προσέχω μόνο την τζαμαρία αγαπητή κρύσταλ :p, έχω και περάσματα μέσα από αυτό το δωμάτιο, και περιγραφές του, και δράση σχετικά με αυτό κλπ --με άλλα λόγια, χρειάζομαι έναν εύχρηστο και μονολεκτικό κατά προτίμηση τρόπο να αναφέρομαι σε ένα τέτοιο Wintergarten.

Οι δυνατότητες που βλέπω προς το παρόν είναι είτε να επεκτείνω (αρχιτεκτονικά και με ξενοποίηση :) --το είπα σωστά; ) το λιακωτό, είτε να επεκτείνω καί εννοιολογικά καί αρχιτεκτονικά το αίθριο, είτε να οικειοποιηθώ τη σέρα. Το θερμοκήπιο, σκέτο ή σούπερ, θα έλεγα να το αποφύγω. Υπάρχει κάτι άλλο;
 
Δεν νομίζω πάντως να πειράζει τόσο αν είναι δύο λέξεις αντί για μία.
Κοίτα· χρησιμοποιείται σε τρέχοντα καθημερινό λόγο όπως κάθε άλλο δωμάτιο ενός σπιτιού. Δωμάτιο με δύο λέξεις, δεν λέει [ή είμαι λάθος;] Ακόμη και όπου υπήρχαν, τις ενώνουμε: Κρεβατοκάμαρα, σαλο(νο)τραπεζαρία, προχόλ, λουτροκαμπινές.
 
Α, ο.κ, κατάλαβα. Μ'αυτήν τη λογική.

Κάτι σε πρασινόκηπος; ή τζαμαρόκηπος, τζαμόκηπος παίζει; Oι Άγγλοι πάντως δεν διστάζουν να το αποκαλέσουν greenhouse.

Και αυτό το σύστημα εξαερισμού πως θα το αποδώσουμε; Αυτοβάν; Ας αποφύφουμε το άουτομπαν.

(Γιατί μου θυμίζει παραβάν και βολοβάν; )
 
Επίσης το λένε sun lounge, sun porch, sun room.

Κι εγώ ψηφίζω λιακωτό (δαγκωτό).

ΛΚΝ:
λιακωτό το [<l>akotó] O38 : μεγάλη βεράντα, συνήθ. κλεισμένη με τζαμαρία, σε χωριάτικα και νησιώτικα σπίτια. [μσν. ηλιακ(όν) (< ήλι(ος) -ακόν, ουδ. του -ακός) -ωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
 
Και ο Βοσταντζόγλου δίνει στο 308. ΜΕΡΗ ΚΤΙΡΙΟΥ:
[υαλόφρακτος χώρος] ηλιακωτόν, κ. λιακωτό, τζαμαρία, τζαμ(ι)λίκι

Ένας λόγιος θα έλεγε υαλόκηπος. Δεν το λες όμως cambahçe (τζαμ-μπαχτσέ) να τελειώνουμε; :)
 
«Πού πας παιδί μου; Πρόσεχε εκεί στην εσωτερική αυλή/ στο αίθριο/στον εσωτερικό κήπο μη σπάσεις κανά τζάμι με την μπάλα σου;»

Ομοίως: "Πού πας παιδί μου; Πρόσεχε εκεί στον ημιυπαίθριο..." :D:D
 
«Πού πας παιδί μου; Πρόσεχε εκεί στην εσωτερική αυλή/ στο αίθριο/στον εσωτερικό κήπο μη σπάσεις κανά τζάμι με την μπάλα σου;»
Νομίζω ότι η Ελληνίς μάνα, για οικονομία του λόγου, θα έλεγε «πού πας, παιδί μου; Πρόσεχε, μη σπάσεις κάνα τζάμι», επειδή και πού πάει το παιδί ξέρει, και την μπάλα έχει δει.
 
Νομίζω, Αζ, ότι το ανθοκήπιο είναι θερμοκήπιο αποκλειστικά για καλλιέργεια διακοσμητικών ανθών (αυτό δείχνουν και τα πιο πολλά ευρήματα).
 
Back
Top