Μας ξενίζει, ίσως επειδή η πράξη είναι αποτρόπαιη και σπάνια. Δημητράκος, ΛΝΕΓ και ΛΚΝ λένε «πυρπολώ (κάτι)». Μόνο το Παπυρολεξικό λέει:
βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω: ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του. Και στο διαδίκτυο:
Στη συνέχεια, όπως ομολόγησε η ύποπτη περιέλουσε τη θεία της με εύφλεκτη ύλη και την πυρπόλησε.
...επιτέθηκαν σε 72χρονη γυναίκα μπροστά από το σπίτι της, την περιέλουσαν με πετρέλαιο και την πυρπόλησαν.
Αφού τους βασάνισαν για μια τελευταία φορά, κατατρυπώντας τους με τις ξιφολόγχες, τους πυρπόλησαν ζωντανούς.
Από τον καιρό τού «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ» νομίζω ότι και τα λεξικά θα έπρεπε να έχουν προσθέσει και το «κάποιον».