ξαχλυάζω = (ξε)λαμπικάρω

Σ΄ένα κείμενο του Σωτήρη Δημητρίου, διαβάζω:
«Ξάχλυαζα κάπως με την θάλασσα, αλλά κυρίως με τον κόσμο, τους διερχόμενους. Ένα παράξενο πράγμα. Σαν να ΄παιρνε ο καθένας κι από μια έγνοια μου.»
Μήπως μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει την έννοια;
Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγα ξένοιαζα, ησύχασα. Τι λέτε;
 

nickel

Administrator
Staff member
Σε πρώτο επίπεδο (η αχλύς > η αχλή = η καταχνιά) ξάχλιασμα ή ξάχλυασμα θα ήταν το καθάρισμα της ατμόσφαιρας. Εδώ τη χρησιμοποιεί με τη σημασία «καθάρισε το μυαλό μου» (cleared my head) και εξειδικεύει στη δική του περίπτωση σε «απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες» — νομίζω.
 
Ξελαμπικάριζα (όπου το ξ- του ξάχλυαζα αφαιρεί την αχλύ και το ξε- του ξελαμπικάριζα προσθέτει το λαμπίκο). Πάντως, δεν το 'χω ξανακούσει.
 
Ναι, χρησιμοποιεί πολλές λέξεις μάλλον τοπικές και κάμποσες δικές του. Αλλά μ΄ αρέσει το στιλ του, αν και πολύ ψυχοπλακωτικό κάπου-κάπου.
Οι γαλλόφωνοι, πως θα το λέγατε; (θα σας πω μετά τις προτάσεις μου, για να μην σας επηρεάσω).
 
Top