Να προσθέσουμε ότι:
1. Στην αρχαία υπήρχε και δεύτερο, άσχετο με το
διαιτώ(-άω),
διαιτώ(-έω) "κάμπτω κάποιον με παρακλήσεις".
2. Το έτυμον του
διαιτώ(-άω), σημειώνει το ΛΝΕΓ, δεν είναι βέβαιο — μόνον το
διά, ενώ το β' συνθ. μπορεί να προέρχεται είτε από το
είμι, είτε από το
αιτώ. To
Online Etymology ωστόσο σημειώνει:
Gk. diaita, originally "way of life, regimen, dwelling," from diaitasthai "lead one's life," and from diaitan, originally "separate, select" (food and drink), freq. of *diainysthai "take apart," from dia- "apart" + ainysthai "take," from PIE base *ai- "to give, allot".
3. Η αρχική σημασία τής λέξης
δίαιτα είναι "τρόπος ζωής" και κατόπιν "διαμονή, κατοικία", σημασίες που επιβιώνουν στα λόγια
διαίτημα "κανόνες/είδος ζωής" και
ενδιαίτημα,
ενδιαίτηση,
ενδιαιτώμαι.
4. Ο
διαιτητής στην αρχ. Αθήνα έλυε τις κάτω των πέντε δραχμών χρηματικές διαφορές. Άλλες σχετικές λεξούλες είναι ο
διαιτάριος "επιμελητής οικίας, οικονόμος | ιατρός ή νοσοκόμος που φροντίζει για τη δίαιτα ανθρώπων ή ζώων | δικαστής μικρών υποθέσεων" και ο
διαιτάρχης "διαιτάριος | επιμελητής πλοίου".
5. Η
δίαιτα πέρασε στο λατ.
diaeta το οποίο (πέρα από το ότι έδωσε το
diet κλπ), υπό την επίδραση του
diēs "ημέρα", έδωσε το λατ.
diēta που επανεισήχθη στην ελληνική με σημασία "συνέλευση αντιπροσώπων στα μεσαιωνικά ιδίως κράτη της Ευρώπης, και σε κάποια νεότερα εθνοσυνέλευση, βουλή, κοινοβούλιο". Είναι η σημασία για την οποία μίλησε ο Ρογήρος πριν. Τα ελληνικά λεξικά (Πρωίας, Δημητράκος) λημματογραφούν αυτή τη σημασία μαζί με όλες τις υπόλοιπες για τη
δίαιτα, ενώ τα αγγλικά λεξικά λημματογραφούν δύο
diet. Τη συσχέτιση της ετυμολογίας για αυτά τα δύο
diet τη βρήκα στο RHWUD [
ML diēta "public assembly", appar. the same word as L diaeta (see DIET1) with sense affected by L diēs "day"] και στο
Online Etymology [
ML dieta, var. of diaeta "daily office (of the Church), daily duty, assembly, meeting of counselors," from Gk. diaita (see diet (1)), but assoc. with L. dies "day"]. Το Oxford, ωστόσο, δεν συμφωνεί ρητώς — ούτε το Reference, ούτε το OTD:
ΜL dieta "day's journey, allowance, work, wages", assoc. w. L dies "day". Οι σημασίες που λημματογραφούνται σε αυτό το δεύτερο
diet είναι ουκ ολίγες (τα μπλε από το
OED, τα πράσινα από το
RHWUD):
†Α. A day's journey; an excursion. Chiefly Sc. LME-M17.
Β. A meeting formally arranged for discussion or transaction of national or international business; a conference, a congress. LME. b spec. The regular meeting of the estates of a realm or confederation; esp. any of various foreign legislative assemblies, e.g. the former German Reichstag. M16.
C. A session or sitting of a court etc. on an appointed day; a single session of any assembly occupying (a part of) one day. Sc. L15.
D. An appointed date or time; spec. the day on which a party in a legal case is cited to appear in court. Sc. M16.
E. The metal scraped or cut from gold and silver assayed day by day at the Mint, and retained for the purpose of trial. E18.
F. The legislative body of certain countries, as Japan.
G. The general assembly of the estates of the former Holy Roman Empire.