Λύστε μου μια απορία. Έχουμε διάφορα ρήματα που έχουν κατάληξη σε -άρω.
Π.χ. ρισκάρω, βολτάρω, φρεσκάρω, φρικάρω κλπ. Πώς κάνει ο αόριστος;
Σύμφωνα με το ΛΚΝ στον αόριστο το "φρεσκάρω" κάνει "φρεσκάρισα", το "ρισκάρω, κάνει "ρισκάρισα". Λογικό είναι να γράψω και φρικάρω-φρικάρισα, ρεφάρω-ρεφάρισα.
Όταν ακούω το "ρίσκαρα" και το"φρίκαρα" ως αόριστο δεν με ενοχλεί, βέβαια, αλλά αυτό που μ' ενόχλησε είναι ότι κάποια συνάδελφος μού διόρθωσε το ρισκάρισα και το φρεκάρισα ως λανθασμένο.
Π.χ. ρισκάρω, βολτάρω, φρεσκάρω, φρικάρω κλπ. Πώς κάνει ο αόριστος;
Σύμφωνα με το ΛΚΝ στον αόριστο το "φρεσκάρω" κάνει "φρεσκάρισα", το "ρισκάρω, κάνει "ρισκάρισα". Λογικό είναι να γράψω και φρικάρω-φρικάρισα, ρεφάρω-ρεφάρισα.
Όταν ακούω το "ρίσκαρα" και το"φρίκαρα" ως αόριστο δεν με ενοχλεί, βέβαια, αλλά αυτό που μ' ενόχλησε είναι ότι κάποια συνάδελφος μού διόρθωσε το ρισκάρισα και το φρεκάρισα ως λανθασμένο.