Σύμφωνα με το ΛΚΝ:
αυταπατώμαι : εξαπατώ τον εαυτό μου, έχω αυταπάτες· απατώμαι, γελιέμαι. [λόγ. αυταπάτ(η) -ώμαι κατά το σχ.: απάτη – απατώμαι]
Λοιπόν, γιατί αυτοεξαπατώμαι, αφού έχουμε ήδη ρήμα με αυτήν ακριβώς την έννοια; Είναι πολύ λόγιο το "αυταπατώμαι" για τον δημοσιογράφο του Βήματος;
		
		
	
	
		 
	
				
			αυταπατώμαι : εξαπατώ τον εαυτό μου, έχω αυταπάτες· απατώμαι, γελιέμαι. [λόγ. αυταπάτ(η) -ώμαι κατά το σχ.: απάτη – απατώμαι]
Λοιπόν, γιατί αυτοεξαπατώμαι, αφού έχουμε ήδη ρήμα με αυτήν ακριβώς την έννοια; Είναι πολύ λόγιο το "αυταπατώμαι" για τον δημοσιογράφο του Βήματος;
 
	 
	 
 
		 
 
		 
 
		 
 
		
