Ωραία ερώτηση, να τη λύσουμε μαθηματικά. :)
Πιάνουμε το
χωρίο από το
ΛΚΝ:
χωρίο το [xorío] Ο39 : 1.περικοπή, απόσπασμα κειμένου: Στο Θουκυδίδη υπάρχουν πολλά δύσκολα χωρία. Ένα ~ από την Aγία Γραφή.
Άρα: το
χωρίο κάνει και για αρχαία κείμενα, και για την Αγία Γραφή. Σύμφωνα με τον ορισμό, προφανώς κάνουν και τα συνώνυμά του, η
περικοπή και το
απόσπασμα.
Πάμε μέχρι το
εδάφιο (πάντα από το
ΛΚΝ):
εδάφιο το [eδáfio] Ο40 : η μικρότερη αριθμημένη υποδιαίρεση κειμένου: Tο γ' ~ της παραγράφου 2 του άρθρου 362 του Aστικού Kώδικα. Tα εδάφια της Bίβλου. || (επέκτ.) μικρό απόσπασμα κειμένου: Στην εργασία του παρέθεσε και εδάφια από παλαιότερους συγγραφείς.
[λόγ. < ελνστ. ἐδάφιον υποκορ. του αρχ. ἔδαφος `έδαφος, κείμενο χειρογράφου σε αντίθεση προς το περιθώριο΄]
Κι εδώ νομίζω ότι τα πράγματα είναι σαφή. Έχουμε παράδειγμα με
εδάφια της Βίβλου, ενώ η ίδια η αρχαία προέλευση του όρου δείχνει τη χρήση για αποσπάσματα κειμένου αρχαίων συγγραφέων.
Μας μένει το
σπάραγμα. Εδώ έχουμε μια άμεση και μία έμμεση χρήσιμη αναφορά στον
ορισμό:
σπάραγμα το [spáraγma] Ο49 : 2α. (ειδ.) κομμάτι παλαιού χειρογράφου ή περγαμηνής, που περιέχει μικρό και κολοβό απόσπασμα κειμένου: Σπαράγματα περγαμηνών κωδίκων. 2β. (μτφ.) αποσπασματική, μη ολοκληρωμένη ή τελειωμένη έκφραση λογοτεχνικής ή καλλιτεχνικής έμπνευσης: Στίχοι κομμένοι απότομα, ανολοκλήρωτοι, σπαράγματα ποιητικά μιας ψυχής που πόνεσε.
Από τον ορισμό 2α είναι κτγμ ολοφάνερο ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ούτε για κείμενα της Αγίας Γραφής (αλλά θα μπορούσαμε να τον χρησιμοποιήσουμε πχ αναφερόμενοι στα χειρόγραφα του Κουμράν) ούτε για συγκεκριμένα αποσπάσματα από γνωστά, ολοκληρωμένα έργα αρχαίων συγγραφέων (αλλά μόνο για ξεκρέμαστα κομματάκια που έχουν διασωθεί σε περγαμηνές, παπύρους κλπ).
Για να τελειώσω, λοιπόν, μαθηματικά θα έλεγα ότι με την εξαίρεση του σπαράγματος, οι υπόλοιποι τέσσερις όροι μπορούν να χρησιμοποιούνται για αποσπάσματα, εδάφια, χωρία και περικοπές και από αρχαίους συγγραφείς και από την Αγία Γραφή. Απλώς, για να τσιτάρω άλλη μία φορά το
ΛΚΝ (για την
περικοπή)...
περικοπή η [perikopí] Ο29 : 2. αυτοτελές απόσπασμα κειμένου· (πρβ. χωρίο): Περικοπές του Ευαγγελίου.
...έχουμε συνηθίσει τη σύναψη
περικοπή του Ευαγγελίου.