αποδύομαι

Το ΛΚΝ δεν έχει ακούσει το "έχω αποδυθεί σε αγώνα" ή εμένα δεν μου βγαίνει;
 

nickel

Administrator
Staff member
Όχι, μόνο στον Γεωργακά — και με το παραπάνω του:

αποδύομαι [apo∂íome] ipf αποδυόμουν, aor αποδύθηκα (3sg αποδύθηκε & απεδύθη, subj αποδυθώ), pf & plupf έχω-είχα αποδυθεί (L)
  • divest o.s. of, cast or shake off (syn απεκδύω): είναι καιρός να αποδυθούμε την κοσμικότητα | για πρώτη φορά απεδύθη τελείως τον εαυτό του (Athanasiadis-N) | αφήνεται η φύσις να επιδειχθεί, μόλις αποδυθεί τα περιβλήματα των τεχνητών συνοικήσεων (Papatsonis)
  • launch (o.s. into), engage in (syn απεκδύομαι 2 [απεκδύω]): ~ σε αγώνα, εκστρατεία, έρευνες, πάλη, προσπάθεια | η χώρα αποδύεται σε ιερό πόλεμο | οι κυβερνήτες θα αποδυθούν σε παράφρονες ενέργειες | άτομα και κοινότητες αποδύονται σε μια εξοντωτική κούρσα | πολλοί νέοι έχουν αποδυθεί στην αναζήτηση άλλων ιδανικών (Terzakis)
[fr kath αποδύω ← MG (9th c.), PatrG ← K (also pap), AG]
 
αφήνεται η φύσις να επιδειχθεί, μόλις αποδυθεί τα περιβλήματα των τεχνητών συνοικήσεων (Papatsonis)
φρἀση ο χριστιανός! :)
 
Ναι, αυτό λέγαμε κι εδώ: http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?p=23597#post23597. Πάτα κι ένα "Αποστολή στα corpora", με την ευκαιρία. :)

Χε, βλέπω αυτό που έλεγε ο nickel: Δεν γνωρίζω και απεκδύομαι πάσης ευθύνης (αυτό το λημματογραφεί).
Μη χάσουμε και δεν διασωθεί αυτή η σύνταξη με γενική :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Για την ακρίβεια, περιλαμβάνει και τη σαχλή σύνταξη με το «από» και κουβέντα για την αιτιατική (που ισχύει από τα παλιά, π.χ. απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον):

απεκδύομαι [apekδíome] P : (λόγ.) στην έκφραση ~ από κάθε ευθύνη / κάθε ευθύνης, αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη για κτ. [λόγ. < ελνστ. ἀπεκδύομαι]
 

tsiros

New member
κάπως σχετικό,

Αφού εν Κωνσταντινουπόλει πολύ διέπρεψε περί τήν φιλοσοφίαν καί τα ελληνικά γράμματα, υπεδύθη τον μοναστικόν τρίβωνα (Παπαδιαμάντης)

δεν τό 'ξερα ότι πάει κι' έτσι!
 
Top