Το προσβλέπω είναι πλέον σήμερα μονοσήμαντο, συντάσσεται με σε+αιτ., και σημαίνει "προσδοκώ, ελπίζω, στηρίζω τις ελπίδες/προσδοκίες μου σε κπ ή κτ". Σε αυτό συμφωνούν ΛΚΝ και ΛΝΕΓ.
Το αποβλέπω χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως με τη σημασία "έχω ως στόχο/σκοπό, αποσκοπώ, επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κτ, έχω βλέψεις για κτ" και συντάσσεται κι αυτό με σε+αιτ. Ωστόσο, το ΛΚΝ δίνει και μία δεύτερη σημασία για το αποβλέπω: "στηρίζω σε κπ ή σε κτ τις ελπίδες μου" (Σ' αυτόν αποβλέπει όλη η οικογένεια. Μην αποβλέπετε σ' εμένα για βοήθεια). Η δεύτερη αυτή σημασία καθιστά το αποβλέπω συνώνυμο (κατ' αυτή την έννοια) του προσβλέπω. Με το σημείωμά μου αυτό θέλω να σας επισημάνω, όμως, ότι, εάν δεν είναι το ύφος του κειμένου σας λόγιο έως λογιότατο, καλό είναι να αποφεύγετε το αποβλέπω σε αυτήν τη χρήση. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΛΝΕΓ επιλέγει να μην αναφέρει καν αυτήν τη σημασία.
Ειρήσθω εν παρόδω, το ΛΝΕΓ στο λήμμα αποβλέπω δίνει εντός πλαισίου και το σχόλιο ότι η κοινή σημασιολογική αφετηρία των τριών αρχαίων ρημάτων αποβλέπω, αποσκοπώ και αφορώ εξηγεί και την κοινή τους σύνταξη (ενν. με το σε), χτίζοντας έτσι το επιχειρηματολογικό υπόβαθρο για το αφορώ+σε (για το οποίο βλ. την Αφοριστική αναφορά στο αφορεσμένο «αφορά»). Το προσβλέπω, απ' την άλλη, δεν συνοδεύεται από σχολιαστικό πλαίσιο — ο αναγνώστης (όπως και στο προσδοκώ) παραπέμπεται στο περιμένω (+ προσμένω, αναμένω).
Το αποβλέπω χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως με τη σημασία "έχω ως στόχο/σκοπό, αποσκοπώ, επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κτ, έχω βλέψεις για κτ" και συντάσσεται κι αυτό με σε+αιτ. Ωστόσο, το ΛΚΝ δίνει και μία δεύτερη σημασία για το αποβλέπω: "στηρίζω σε κπ ή σε κτ τις ελπίδες μου" (Σ' αυτόν αποβλέπει όλη η οικογένεια. Μην αποβλέπετε σ' εμένα για βοήθεια). Η δεύτερη αυτή σημασία καθιστά το αποβλέπω συνώνυμο (κατ' αυτή την έννοια) του προσβλέπω. Με το σημείωμά μου αυτό θέλω να σας επισημάνω, όμως, ότι, εάν δεν είναι το ύφος του κειμένου σας λόγιο έως λογιότατο, καλό είναι να αποφεύγετε το αποβλέπω σε αυτήν τη χρήση. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΛΝΕΓ επιλέγει να μην αναφέρει καν αυτήν τη σημασία.
Ειρήσθω εν παρόδω, το ΛΝΕΓ στο λήμμα αποβλέπω δίνει εντός πλαισίου και το σχόλιο ότι η κοινή σημασιολογική αφετηρία των τριών αρχαίων ρημάτων αποβλέπω, αποσκοπώ και αφορώ εξηγεί και την κοινή τους σύνταξη (ενν. με το σε), χτίζοντας έτσι το επιχειρηματολογικό υπόβαθρο για το αφορώ+σε (για το οποίο βλ. την Αφοριστική αναφορά στο αφορεσμένο «αφορά»). Το προσβλέπω, απ' την άλλη, δεν συνοδεύεται από σχολιαστικό πλαίσιο — ο αναγνώστης (όπως και στο προσδοκώ) παραπέμπεται στο περιμένω (+ προσμένω, αναμένω).