Το επίθετο «αναληπτικός» σε νέα (επανεμφανιζόμενη) σημασία

Zazula

Administrator
Staff member
Τι λημματογραφείται σήμερα στα λεξικά μας όσον αφορά το επίθετο αναληπτικός, αναληπτική, αναληπτικό:

[ΛΚΝ]
αναληπτικός -ή -ό [analiptikós] Ε1 : (φαρμ.) αναληπτικά φάρμακα, που διεγείρουν και αποκαθιστούν την αναπνευστική ή την καρδιακή λειτουργία. [λόγ. < ελνστ. ἀναληπτικός]
.
[ΛΝΕΓ 2012]
αναληπτικός -ή -ό 1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση κάποιου, που τονώνει τον άρρωστο, ώστε να αναλάβει δυνάμεις: ~ φάρμακο ΣΥΝ. δυναμωτικός, τονωτικός 2. ΦΑΡΜ. αναληπτικό (το) φάρμακο ικανό να αποκαταστήσει πλήρως ή μερικώς τις φυσιολογικές λειτουργίες, κυρ. του αναπνευστικού και του καρδιαγγειακού συστήματος [ΕΤΥΜ. μτγν. < αρχ. ἀναλαμβάνω. Η ιατρ. σημ. ήδη στον Γαληνό (2ος αι. μ.Χ.)]
.
[Γεωργακάς]
αναληπτικό [analiptikó] το, analgetic drug, cordial (syn καρδιοτονωτικό) [substantiv. n of αναληπτικός]
αναληπτικός, -ή, -ό [analiptikós] invigorating, strengthening, tonic (syn δυναμωτικός, τονωτικός): αναληπτικό φάρμακο cordial (syn αναληπτικό) | με φιλέψανε ψαρόσουπα, απίθανα αναληπτική | αναληπτικά άλατα smelling salts | οι "δεσποσύνες" της ρομαντικής εποχής... έχουν μαζί τους και το διαβόητο μπουκαλάκι με τ' αναληπτικά άλατα (Panagiotop) [fr kath ← MG αναληπτικός ← ἀναληπτικός
]
.
Ωστόσο το επίθετο αναληπτικός χρησιμοποιείται πλέον και στο πεδίο της τραπεζικής και χρηματοοικονομικής ορολογίας, με τη σημασία "αυτός που σχετίζεται με ή αφορά ή επιτρέπει την ανάληψη χρημάτων". Έχουμε σήμερα κάπου 1300 ευρήματα με όρους αναζήτησης αναληπτική OR αναληπτικής OR αναληπτικές, τα οποία βρίσκονται συχνά σε συμφράσεις όπως: αναληπτική κάρτα / αναληπτικές κάρτες, αναληπτική μέθοδος / αναληπτικές μέθοδοι, καταθετικές & αναληπτικές δυνατότητες / εφαρμογές, αναληπτικό όριο / αναληπτικά όρια κ.ά.

Ο σύμπλοκος όρος αναληπτική κάρτα αντιστοιχεί στον αγγλ. όρο ATM card ή cash card (και έχουμε τα χρεωστική / πιστωτική κάρτα για τα debit / credit card αντίστοιχα), το δε επίθετο αναληπτικός δημιουργεί ένα εξόχως πρακτικό ζεύγος με το καταθετικός. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η ελληνική γλώσσα είναι πολύ συντηρητική όταν πρόκειται για όρους σχετικούς με αναλήψεις (βλ. http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?676) — σαν να 'χει βγει η τρισχιλιετής από καμπάνια του ΤΤ για την αποταμίευση, ένα πράμα. Ωστόσο σήμερα οι ανάγκες πια έχουν αλλάξει, και οι αναληπτικές (με την τραπεζική σημασία) κινήσεις των ανθρώπων δεν έχουν αναληπτικό (με την ιατρική σημασία) αποτέλεσμα αλλά μάλλον το αντίθετο: αποδυναμωτικό... και καταθλιπτικό.
 

nickel

Administrator
Staff member
αναληπτικά άλατα smelling slats
Διόρθωσα το παραπάνω πανέμορφο τυπογραφικό. (Εδώ. Στην Πύλη παραμένει.)

Πολύ ωραία (και άγνωστη σε μένα) απόδοση. Ξανά:
smelling salts = αναληπτικά άλατα

Να δούμε αν θα αποκτήσει διαδεδομένο ρόλο και το αναληπτήριο.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Υπάρχουν ήδη αρκετά αναληπτήρια στο νέτι (με τη σημασία του αποδεικτικού εγγράφου μιας ανάληψης), αλλά ανακάλυψα και κάτι που δεν ήξερα, ότι υπήρχε αρχαία γιορτή Αναληπτήρια, αντίστοιχη με τα τωρινά Θεοφάνια.
 

UsualSuspect

New member
όχι και τόσο νέα σημασία...
αναληπτικός.PNG
 
Top