Σκάει ο τζίτζικας

Κάτι ψάχνω να γράψω και συνειδητοποίησα ότι ή έχουμε ελάχιστες εκφράσεις για την πολλή ζέστη ή εγώ δεν τις βρίσκω. Έχουμε τα κυνικά καύματα (που έχουν πολύ ψωμί και θα γράψω γι' αυτά, γιατί μπλέκει μέσα ο Σείριος), και στη νεότερη γλώσσα έχουμε το "σκάει ο τζίτζικας", το "βράζει ο τόπος", το "βγάλαμε τη μπέμπελη", το παλιό "ψήνει ο ήλιος το ψωμί", έχουμε και διάφορα δημοσιογραφικά κλισέ για υδράργυρο, καμίνι, καύσωνα κτλ.

Αλλο τίποτε;
 
Κάψα, λιοπύρι, σκάει ο ήλιος την πέτρα, ζεματάει η άσφαλτος, λίβας φυσάει, λιβακώθ'κα εδώ στον κάμπο...
 
Και "είναι φωτιά και λαύρα", αν κι αυτό χρησιμοποιείται επίσης για την ακρίβεια της αγοράς και την οργή κάποιου.
 
Καψώσαμε πάλι. Καβουρντιστήκαμε. Μπορεί να σφίξανε οι ζέστες, αλλά νερούλιασε το μυαλό μας. Μπορείτε να φτιάξετε καλύτερα ένα νήμα για πολικές αρκούδες, πιγκουίνους, παγωτά, κρύα καρπούζια και το λαχταριστό ποτήρι του φραπέ; ΟΚ, θα φτιάξω νήμα για τον φραπέ.

picture.php
 
Η πύρα του καλοκαιριού, επίσης, και ο ήλιος πυρρός του Καββαδία.
(Το ξέρω ότι δεν βοηθάω, αλλά θα έσκαγα αν δεν το έλεγα.)
 
Πα να πει σκάω από τη ζέστη και γενικότερα νιώθω δυσφορία.
 
Θυμάμαι καλά απ' τον Καζαντζάκη το "αγκουσεμένος" με την έννοια "ξαναμμένος";
 
Εγώ το καταλαβαίνω με την έννοια βαρύς, σκασμένος, μπαϊλντισμένος, όχι τόσο ξαναμμένος.
Η Ματζέντα το δίνει ξέπνοος, λαχανιασμένος, ενώ ο Γεωργακάς distressed.

Να τι λέει και η Πύλη.
 
Ναι, μπορεί να εννοούσε "λαχανιασμένος" και ο Καζαντζάκης, αλλά εγώ τότε είχε καταλάβει απ' τα συμφραζόμενα "ξαναμμένος". Δεν είχα κοιτάξει λεξικό.
 
Μιας και το' φερε η κουβέντα, ο Ρώτας είχε αποδώσει το anguish ως αγκούσα (στο βασιλά Ληρ, νομίζω) με την έννοια της στενοχώριας. Είναι συγγενείς αυτές οι δυο λέξεις;

(Είμαι λίγο off-topic; )
 
Μιας και το' φερε η κουβέντα, ο Ρώτας είχε αποδώσει το anguish ως αγκούσα (στο βασιλά Ληρ, νομίζω) με την έννοια της στενοχώριας. Είναι συγγενείς αυτές οι δυο λέξεις;
Για την αγκούσα «δύσπνοια» συμφωνούν ΛΚΝ και (Ε)ΛΝΕΓ ότι προέρχεται από το βενετσιάνικο angossa < λατ. angustia «στενό πέρασμα», αν και όχι με απόλυτη βεβαιότητα.

Για το anguish, από το γαλλικό, έχουμε στο OED:
a. OFr. anguisse, angoisse (Pr. angoissa, It. angoscia) the painful sensation of choking:—L. angustia straitness, tightness, pl. straits, f. angust-us narrow, tight, f. root angu- in ang(u)-ĕre to squeeze, strangle, cogn. w. Gr. ἄγχ-ειν.]

(Συγγενές / ομόρριζο το άγχος, έτσι;)
 
Δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου στο άγχος!
Πολύ ενδιαφέρον, ευχαριστώ!
 
Μπορεί η λέξη anguish να μην έχει έτυμον το άγχειν, αλλά η λέξη angina το έχει. :D
 
Συννεφόκαμα (αποπνικτική ζέστη με συννεφιά και άπνοια -- καλή ώρα)
Κουφόβραση
 
Εγώ προσωπικά όχι, προτιμώ το "εμπαΐλντισα". :)
 
Last edited:
Οπότε, λέτε και «πλαντάζω από τη ζέστη;»

Ναι, το ακούω και το λέω στην Κρήτη, ιδίως.
Στη Θεσσαλία έμαθα και το συννεφόκαμα για την κουφόβραση.
 
Back
Top