Πιστεύετε ότι υπάρχει σήμερα καινοτόμα σκέψη;

Zazula

Administrator
Staff member
(Δεν χρειάζεται να απαντήσετε στο ερώτημα του τίτλου — είναι ρητορικό. :))

Το ΛΝΕΓ δεν λημματογραφεί τον, παράλληλο με το καινοτόμος, τύπο καινοτόμα για το θηλυκό τού επιθέτου καινοτόμος (που ισχύει μόνον όταν το επίθετο δεν χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, περίπτωση στην οποία λέμε μόνο «(η) καινοτόμος»).

Το ΛΚΝ, από την άλλη, δεν λημματογραφεί το επίθετο καινοτομικός. Μπορούν τα δύο λεξικά να αλληλοσυμπληρωθούν να τελειώνουμε;

(Το ΝΕΛ δεν λημματογραφεί κανένα από τα δύο επίθετα, αλλά ως γνωστόν δεν παραπονιόμαστε.)
 

daeman

Administrator
Staff member
Δηλαδή δεν είναι καθόλου αποδεκτό το καινοτόμα σκέψη;

Μια χαρά αποδεκτό είναι, και μάλιστα παραδειγματική σύμφραση στο ΛΚΝ:
καινοτόμος -ος / -α -ο [kenotómos] Ε14 : που καινοτομεί: ~ σκέψη. || (συνήθ. ως ουσ.) ο καινοτόμος, θηλ. καινοτόμος, αυτός που εισάγει και εφαρμόζει νέες, πρωτοποριακές μεθόδους, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους στον κοινωνικό, πολιτικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα· νεωτεριστής.
[λόγ. < αρχ. καινοτόμος]


Και από το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας:
καινοτόμος , α/ος, ο και-νο-τό-μος επίθ. (λόγ.): που καινοτομεί: ~ος: θεσμός. ~α: προσπάθεια. (επίσ.) ~ος: εκπαίδευση/έρευνα. ~ο: μοντέλο/προϊόν/σχέδιο. ~ες: δράσεις/ενέργειες/επιχειρήσεις/λύσεις/προτάσεις/πρωτοβουλίες/τάσεις (= νεωτεριστικές)/υπηρεσίες. ~α: μέτρα. Ανάπτυξη ~ων εφαρμογών/ιδεών. ΣΥΝ. καινοτομικός.|| (για πρόσ.) Τολμηροί και ~οι επιχειρηματίες. Πβ. προοδευτικός, προχωρημένος, πρωτοποριακός, πρωτότυπος. ΑΝΤ. αναχρονιστ-, οπισθοδρομ-, συντηρητ-ικός. ● Ουσ.: καινοτόμος (ο): πρόσωπο που έχει εισαγάγει καινοτομίες. Πβ. ανανεωτής, πρωτοπόρος. Βλ. μεταρρυθμ-, μοντερν-ιστής. ΣΥΝ. νεωτεριστής [< αρχ. καινοτόμος, γαλλ. innovateur, innovant, περ. 1980, αγγλ. innovative]

Στο ΜΗΛΝΕΓ απλώς έχουν και τον τύπο η καινοτόμος που σημαίνεται ως λόγιος:
καινοτόμος [cenotómos], -α και <λόγ.> -ος, -ο
 
Last edited:
Top