Από το ΛΚΝ:
Ω Θεέ μου ή Ω, Θεέ μου; Ω άνδρες Αθηναίοι ή Ω, άνδρες Αθηναίοι;
Όπως τα γράφει το ΛΚΝ, δεν φαίνεται να υπάρχει πουθενά κόμμα. Δηλαδή, Ω πώς το έπαθε ο καημένος; Ω τι ανόητος, Θεέ μου, Ω τι όμορφη που είσαι, και λοιπά.
Είναι έτσι, όμως, ή απλώς παραλείπει το κόμμα, επειδή έχει αντικαταστήσει το Ω με την περισπωμένη στα παραδείγματα;
ω [ó] επιφ. : I. συχνά παρατεταμένο. 1. συνοδεύεται από επιφωνηματική ή ερωτηματική πρόταση και δηλώνει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής: α. θαυμασμό· αχ: ~ τι όμορφη που είσαι! ~ τι υπέροχος κόσμος! ~ τι θαυμάσια ιδέα! || συχνά απολύτως για κτ. πολύ εντυπωσιακό ή θεαματικό· α: ~ ~! β. ευχάριστη έκπληξη, χαρά: ~, πώς από δω; ~, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω! γ. ικανοποίηση: ~, τι καλά που ήρθες! ~ ναι, αυτό ακριβώς θέλω. δ. απογοήτευση, λύπη· οχ: ~ τι ανόητος, Θεέ μου! || λύπη, συμπαράσταση: ~ πώς το έπαθε ο καημένος! 2. (λόγ.) συνοδεύεται από γενική ουσιαστικού· συνήθ. σε στερεότυπη χρήση, για να δηλώσει κατάσταση, συμπεριφορά κτλ. η οποία κατ΄ εξοχήν χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που το ουσιαστικό συνεπάγεται: ~ της αναισθησίας / της βλακείας!, τι μεγάλη αναισθησία / βλακεία. (έκφρ.) ~ του θαύματος*! II. με κλητική πτώση σε αναφωνήσεις θαυμασμού· (πρβ. ε): ~ αιώνια πατρίδα! ~ γλυκύτατη μάνα! Xαίρε, ~ χαίρε ελευθεριά! || (γενικότ.) με κλητική πτώση. (έκφρ., οικ.) ~ άνδρες Aθηναίοι!, ακούστε με φίλοι. [I1: ηχομιμ.· I2: λόγ. < αρχ. ὤ επιφ. έκπληξης ή αγανάκτησης· II: λόγ. < αρχ. t επιφ. για προσφώνηση (ηχομιμ.)]
Όταν το Ω ακολουθείται από κλητική, χρειάζεται κόμμα;
Ω Θεέ μου ή Ω, Θεέ μου; Ω άνδρες Αθηναίοι ή Ω, άνδρες Αθηναίοι;
Όπως τα γράφει το ΛΚΝ, δεν φαίνεται να υπάρχει πουθενά κόμμα. Δηλαδή, Ω πώς το έπαθε ο καημένος; Ω τι ανόητος, Θεέ μου, Ω τι όμορφη που είσαι, και λοιπά.
Είναι έτσι, όμως, ή απλώς παραλείπει το κόμμα, επειδή έχει αντικαταστήσει το Ω με την περισπωμένη στα παραδείγματα;