Όσον αφορά πάντως το θέμα που γενικότερα τέθηκε με την ομάδα {απαραβίαστος, αδιάρρηκτος, άφθαρτος, αλέκιαστος, ατσαλάκωτος, ανέπαφος, αχώνευτος, ανεφάρμοστος κλπ}, νομίζω ότι το εντοπίζω και στο ουσιαστικοποιημένο θηλυκό
αναπάντητη (ενν. κλήση στο κινητό). Στο ΛΝΕΓ (2012) λημματογραφείται ως εξής:
αναπάντητη (η) κλήση προς κινητό τηλέφωνο που δεν απαντήθηκε: όταν φτάσεις, κάνε μου μια αναπάντητη.
Να σημειώσω ωστόσο ότι (κι εδώ είναι που κάνει λάθος το ΛΝΕΓ) όταν λέμε «θα σου κάνω αναπάντητη» δεν εννοούμε ούτε ότι η κλήση δεν έχει απαντηθεί ακόμα (όπως στο «μου έμειναν δύο γράμματα αναπάντητα») ούτε ότι δεν μπορεί να απαντηθεί (π.χ. «τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα») ούτε ότι αρνήθηκε ο λήπτης να προσφέρει απάντηση (λ.χ. «οι προκλήσεις έμειναν αναπάντητες»), αλλά ότι αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης κλήσης το γεγονός ότι έχει σχεδιαστεί για να ΜΗΝ απαντιέται, δεν θέλουμε να απαντιέται (
τυπική βλάβη το να ξεχαστεί ο άλλος και ν' απαντήσει, οπότε κι εμείς να τον κράξουμε αγρίως), ότι γνωρίζουμε
από πριν το ότι δεν πρόκειται να απαντηθεί (κι αυτό μάλιστα είναι που μας είναι χρήσιμο στη συγκεκριμένη περίπτωση).
Όπως εγκαθιστούμε μια «απαραβίαστη» κλειδαριά για να μην παραβιαστεί, όπως φοράμε ένα «αλέκιαστο» πουκάμισο για να μην λεκιαστεί, έτσι και κάνουμε μια «αναπάντητη» κλήση για να μην απαντηθεί.
[ΣτΖ: Το ΛΚΝ δεν έχει τη λ.
αναπάντητη.]