Search results

  1. V

    παθαίνω ψύξη = (κν.) catch a chill, get a stiff neck

    Το είδος που προκαλεί μυϊκό πόνο: μήπως δεν είναι δόκιμος ιατρικός όρος αλλά τρομολαγνική εφεύρεση των μαμάδων μας; πχ: "Μη κάτσεις κοντά στο κλιματιστικό, θα πάθεις ψύξη!"
Top