Search results

  1. P

    Δικαιωματικός αγωνιστής-δικαιωματικός

    δικαιωματικός -ή -ό [δikeomatikós] Ε1 : που απορρέει από ένα δικαίωμα. δικαιωματικά ΕΠIΡΡ: Παίρνω κτ. ~. Tο σπίτι μου ανήκει ~. [λόγ. δικαιωματ- (δικαίωμα) -ικός] (ΛΚΝ) που σχετίζεται με δικαίωμα, νόμιμη αξίωση ή δικαιολογημένη απαίτηση ή παροχή (ΛΝΕΓ) http://www.lifo.gr/mag/features/4003...
  2. P

    English sweat

    Είτε δεν έχω ψάξει καλά στο φόρουμ, είτε δεν υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση, η απορία μου είναι: Υπάρχει συγκεκριμένη (ιατρική) ορολογία για το "English sweat" / "sweating sickness" ; Αν έχει ήδη σηκωθεί σε άλλο ποστ, παρακαλώ παραπέμψτε με και διαγράψτε. Ρωτάω γιατί το "επιδημία ιδρώτα"...
Top