Πώς λέγεται αυτό το σχήμα λόγου;

further_ahead

New member
Με τη φράση "το αθάνατο νερό" δεν εννοούμε ότι το ίδιο το νερό είναι αθάνατο, αλλά ότι δίνει την αθανασία σε όποιον το πιει. Πώς λέγεται αυτό το σχήμα λόγου; Προφανώς εδώ δεν μας ενδιαφέρει αν υπάρχει ή όχι το ονομαζόμενο, αλλά μόνο το σχήμα λόγου, κατά το οποίο μεταφέρεται μια ιδιότητα από ένα πρόσωπο ή πράγμα σε κάποιο άλλο. Παρόμοια π.χ. είναι "η διψασμένη έρημος", "το ζαλισμένο κρασί" κλπ.
 
αλλά μόνο το σχήμα λόγου, κατά το οποίο μεταφέρεται μια ιδιότητα από ένα πρόσωπο ή πράγμα σε κάποιο άλλο.
Μεταφορά, θα έλεγα.
(θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, ίσως σαν είδος της μεταφοράς, την προσωποποίηση, αλλά τα επίθετα "ζαλισμένος" και "διψασμένος" δεν αφορούν μόνο ανθρώπους - άρα απλώς μεταφορά.)
 
Μεταφορά, θα έλεγα.
(θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, ίσως σαν είδος της μεταφοράς, την προσωποποίηση, αλλά τα επίθετα "ζαλισμένος" και "διψασμένος" δεν αφορούν μόνο ανθρώπους - άρα απλώς μεταφορά.)
Ευχαριστώ , αλλά δε νομίζω ότι είναι μια απλή μεταφορά με τη συνήθη έννοια, όπως θα ήταν π.χ. "ο διαμαντένιος ουρανός". Με ενδιαφέρει το ότι λέμε "το αθάνατο νερό" αντί για το ακριβές που θα ήταν π.χ. "το αθανατοποιούν" ή "το αθανατοφόρο" ή το "αθανατίζον" νερό.
 
Έχουμε ούτως ή άλλως μεταφορά, και από κει και πέρα, εντός της μεταφοράς, στις φράσεις "αθάνατο νερό" και "ζαλισμένο κρασί" χρήση μιας έννοιας στη θέση μιας άλλης, που θα μπορούσε νομίζω να χαρακτηριστεί μετωνυμική χρήση ή ίσως και σημασιολογική επέκταση. Εδώ θα μπορούσε να προστεθεί και η φράση "αμίλητο νερό".

Μετωνυμία είναι σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη/φράση χρησιμοποιείται αντί αυτής που λογικά θα έπρεπε να επιλεγεί, επειδή έχει στενή εννοιολογική συγγένεια μαζί της.

Το ενδιαφέρον είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις, "ζαλισμένο" και "αθάνατο" (ή και "αμίλητο"), η "στενή εννοιολογική συγγένεια" είναι του ίδιου είδους, δηλαδή χρησιμοποιείται η ενεργητική διάθεση αντί της παθητικής και το αντίστροφο. Προσωπικά, αν ήθελα να το ψάξω περισσότερο, μάλλον θα το δοκίμαζα προς αυτή την κατεύθυνση.
 
Λέγεται, υπαλλαγή (ή μετωνυμία). Στα αγγλικά, hypallage ή transferred epithet. Επίσης, metonym.

υπαλλαγή η [ipalají] Ο29 : (γραμμ.) 1. σχήμα λόγου στο οποίο ο επιθετικός προσδιορισμός αντί να συμφωνεί στην πτώση με τη γενική κτητική στην οποία ανήκει, συμφωνεί με το ουσιαστικό που προσδιορίζει η γενική, π.χ. «T΄ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας», αντί «Tα κόκαλα του αντρειωμένου γονιού σας». 2. η μετωνυμία.
[λόγ. < ελνστ. ὑπαλλαγή, αρχ. σημ.: `ανταλλαγή΄]

Edit: cross-posted with antongoun.
 
Last edited:
Αλλά, από την άλλη, θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλώς και μόνο μεταφορές: Το "αμίλητο νερό" είναι σαν αμίλητο το ίδιο (δεν είναι "λάλον"), και ως εκ τούτου μεταφέρει την ιδιότητά του σε όποιον το πιει. Το "ζαλισμένο κρασί" είναι σαν ζαλισμένο το ίδιο (π.χ. από τα συστατικά του), και ως εκ τούτου μεταφέρει τις ιδιότητές του... κτλ. κτλ. κτλ.
 
Προσωπικά νομίζω ότι πρέπει να κινηθώ προς την κατεύθυνση που δείχνει το LSJ στο 1α εδώ . Το όνομα του δημιουργού στη θέση του δημιουργήματος, δηλ. "το αμίλητο νερό" , την αμιλησιά που δίνει στους άλλους, τη δίνει και στον εαυτό του, κάτι που μάλλον δείχνει την ισχύ της ιδιότητάς του αυτής. Το φαινόμενο αυτό μου έρχεται να το ονομάσω: επαναστροφή (καθ' υπερβολήν) ! Συμφωνείτε; Διαφωνείτε; Υπάρχει σχήμα λόγου σχετιζόμενο με μια τέτοια έννοια της επαναστροφής ή του αυτοπαθούς;
 
Η επαναστροφή είναι άλλο πράγμα:

σχήμα λόγου κατά το οποίο μια φράση αρχίζει με τη λέξη που τελειώνει η προηγούμενή της (στον στίχο "βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα" έχουμε επαναστροφή)

Η δε αυτοπάθεια είναι επίσης επίσης άλλο πράγμα (και είναι γραμματικό φαινόμενο, όχι σχήμα λόγου):

(γραμμ.) η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια ενός υποκειμένου επιστρέφει σε αυτό το ίδιο: H ~ μπορεί να δηλώνεται από ρήματα ενεργητικής ή παθητικής φωνής, π.χ. λιώνω, χάνομαι.

Η υπαλλαγή/μετωνυμία που προτάθηκε σε καλύπτει, θαρρώ. Καλημέρα.
 
Back
Top