rebouteur ή rebouteux

nevergrown

New member
Παλιό επάγγελμα. Φαίνεται να είναι η παλιά βερσιόν του chiropraticien (prononcer kiro-praticien). Yπάρχει κάτι ανάλογο στα ελληνικά άραγε;
 
Απ' ότι διάβασα εδώ, πρόκειται για παραϊατρική ειδικότητα, η οποία μου φέρνει στο νου τον οστεοπαθολόγο.

Υπόψην πως δεν μπορώ να πω πως έχω ασχοληθεί με αυτές τις ιατρικές (αν είναι όντως αναγνωρισμένες επισήμως ως ιατρικές) σχολές, οπότε μπορεί να κάνω και λάθος.

Έντιτ: Βλέπω πως παίζει και ο οστεοπρακτικός ως ειδικότητα οπότε διαλέγεις και παίρνεις.
 
Υπάρχει και η απόδοση πρακτικός ορθοπεδικός (ιδίως αν το κείμενό σου είναι εποχής, αν και ο όρος χρησιμοποιείται και σήμερα), αλλά μετά θα έχεις το πρόβλημα αν θα πρέπει να γράψεις ορθοπεδικός ή ορθοπαιδικός. :)

ΥΓ Χεχε, με πρόλαβε ο Θέμης.
 
Νομίζω ότι, μια και πρόκειται για εναλλακτική ιατρική, οι όροι είναι οστεοπαθητική (ιατρική) και οστεοπαθητικός.


Με προλάβατε όλοι. Το αφήνω αντί για +1.
 
Και μην ξεχνάμε πως άλλο πράκτωρ, άλλο εισπράκτωρ κι άλλο χειροπράκτωρ... :D
Τώρα αν σου πω πως, επειδή στο 2ο εύρημα λέει: «Μετά το σεξ όμως θα θέλεις χειροπράκτωρ...» (όχι, δεν με χάλασε η ακλισία), εμένα το μυαλό μου πήγε στο φραπόγαλο, φραπεδιά με καλαμάκι κ.τ.ό....
nervous-emoticon_reasonably.jpg
 
Πρακτικός. Δεν έχει καμιά σχέση με ιατρική, παραϊατρική ή δεν συμμαζεύεται. Είναι ο κυρ Γιώργος που ξαναβάζει στη θέση τους τα στραμπουλίσματα, λέει δυο τρία ακαταλαβίστικα και εξαφανίζεται ο έρπης ζωστήρ, μόνον τον αριθμό του λαχείου δεν δίνει.
Ο chiropracteur είναι λίγο πιο επίσημος: http://fr.wikipedia.org/wiki/Chiropratique
 
Μπορεί να συνεισφέρει στο νήμα, μπορεί και όχι:
Χτες στο Revengers Tragedy έπεσα πάνω σ' έναν bonesetter, ο οποίος φαίνεται να είναι ο βρετανός ομόλογός του rebouteur. Ένα λεξικό αποδίδει τον bonesetter ως "κιρικτζή", εκτός από χειροπράκτη. Ορισμό του κιρικτζή δεν μπορώ να βρω. Τι λέτε κι εσείς, που έχετε τα καλά τα εργαλεία; Τον έχετε πετύχει πουθενά;
 
Προέρχεται από το τουρκικό kırık (=σπασμένος), kırıkçı, αυτός που φτιάχνει τα σπασμένα. Το λεξικό μου δίνει συνώνυμο το bonesetter.
 
Και από το ΠαπΛεξ, μια και ανασαλέψαμε το νήμα:

κιρικτζής
ο· κομπογιαννίτης γιατρός ειδικός για τα κατάγματα και τις εξαρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kirikci (< kirik «κάταγμα»)].


Κομπογιαννίτης δεν σημαίνει «απατεώνας» εδώ. Η πορεία καταλήγει στον απατεώνα, αλλά:

κομπογιανίτης
και κομπογιαννίτης, ο, θηλ. -ισσα· 1. πρακτικός γιατρός, αρχικά τής περιοχής Ζαγορίου τής Ηπείρου· 2. ψευτογιατρός, ψευτοεπιστήμονας· 3. απατεώνας.
 
Back
Top