Index Maladictus / Το Βρωμολεξικό

maledictus : μετοχή παρακειμένου της παθητικής φωνής (perfect passive participle) του ρήματος maledīcō : υβρίζω, κακολογώ, καταριέμαι. Άρα : αυτός που έχει υποστεί ύβρεις, κατάρες.

βρόμικος (με την έννοια του filthy, obscene words) : sordidus, obscaenus, immundus, impurus, squalidus.
 
Επειδή ο Πλατής φτιάχνει χιουμοριστικά λεξικά, δεν αποκλείεται να κάνει κάποιου είδους χιούμορ, και σκοπεύω να το ανακαλύψω την Πέμπτη. Σίγουρα δεν νιώθει να τον περιορίζουν οι λεξικογραφικές συμβάσεις.
 
Back
Top