dicht unterm Dach

nevergrown

New member
Διαβάζω τελευταία (σε easy reader) το http://de.wikipedia.org/wiki/Drei_Männer_im_Schnee
Während Kesselhuth den Smoking anzog und Schulze, dicht unterm Dach, den Reisekorb auspackte...

Mπορεί κανείς να μεταφράσει το κείμενο με έντονα γράμματα;

Βρήκα και το βιβλίο στο http://books.google.gr/books?id=kus...page&q=und Schulze, dicht unterm Dach&f=false

Μάλλον τα γερμανικά μου θέλουν γερό ξεσκόνισμα...

Να και το φιλμ :

 
Δεν νομίζω ότι είναι ιδιωματικό (τουλάχιστον δεν το έχω ακούσει και δεν το βρίσκω). Εννοεί ακριβώς αυτό που λέει: Ξεπακετάρει σκυμμένος κάτω από τη στέγη...

Σκέψου τις στέγες σε σοφίτες, που είναι πολύ συνηθισμένες στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη.
 
Ευχαριστώ πολύ drsiebenmal! H προφορά της γιαγιάς στο βιντεάκι μετά το 3'55 είναι καταπληκτική. Δεν βρίσκεις; Εκείνο το "ρ" της σκοτώνει.:p



edit. Tώρα είδα το auspacken (δεν ξύπνησα καλά σήμερα...).
To dicht (πυκνός, πυκνά) http://el.wiktionary.org/wiki/dicht με μπέρδεψε και με αποπροσανατόλισε.
 
H προφορά της γιαγιάς στο βιντεάκι μετά το 3'55 είναι καταπληκτική. Δεν βρίσκεις; Εκείνο το "ρ" της σκοτώνει.:p
Είναι τα «εξυπνακίστικα βιενέζικα» που λέμε εμείς οι χωριάτες του αυστριακού Νότου :D και τα οποία λατρεύει :cool: η Porkcastle.
Θα περίμενα να χρησιμοποιήσει το auspacken - κάτι σε packt aus π.χ Eιδικά όταν το reader αναφέρει ότι 1800 λέξεις είναι αρκετές για να το διαβάσει κανείς.
Με το αρχικό Während... εισάγεται δευτερεύουσα πρόταση και το ρήμα πηγαίνει στο τέλος της δ.πρ. χωρίς να διαχωρίζεται.
 
Σε ευχαριστώ και πάλι. Απλά δε με πρόλαβες. Έκανα έντιτ και το διόρθωσα. Κόλλησα στο dicht και ξέχασα όλα τα υπόλοιπα που ακολουθούσαν. Καμιά φορά το σοκ είναι τόσο μεγάλο (όταν αγνοούμε κάτι) που ξεχνάμε το συγκείμενο...
Μήπως το dicht έχει άλλη σημασία εδώ;
 
Μήπως το dicht έχει άλλη σημασία εδώ;
Το dicht σημαίνει κατά λέξη σφιχτά. Η κατά λέξη μετάφραση θα ήταν εδώ ...ξεπακετάρει σφιχτά κάτω από τη στέγη... Αυτά δεν είναι βέβαια ελληνικά. Μπορείς να βάλεις στριμωγμένος κάτω από τη στέγη, απλώς το στριμωγμένος περιέχει και μια απόχρωση εξαναγκασμού που δεν περιέχεται στο σκυμμένος.
 
Ο.Κ. Ντάνκε! Τώρα βρήκα και το σκύβω στο γαλλικό βικιλεξικό
neigen (de)* (aussi: sich ~, ~ zu), beugen (de)* (aussi: sich (ver)~), bücken (de)* (aussi: sich ~), lehnen (de)* (sich hinaus ~), ausgießen (de)* (Flüssigkeit), ausschütten (de)* (Flüssigkeit, Rollsplitt)
 
Back
Top