ρουχάδικο και ρουχαλάδικο

Μου γράφει μια φίλη που έχει πάει στο Λονδίνο με την δεκαεξάχρονη κόρη της, ότι η κόρη την τραβάει στα ρουχαλάδικα.

Ρουχάδικο και ρουχαλάδικο το κατάστημα που πουλάει ρούχα, βεβαίως -ο όρος δεν έχει λεξικογραφηθεί υποθέτω (δεν έχω δει ΛΝΕΓ2012) αλλά η προσοχή μου στράφηκε στην επιπλέον συλλαβη του ρουχαλάδικου. Συλλαβή που δεν είναι ξεκάρφωτη (ρουχαλάκι) αλλά φαίνεται περιττή.

Έχουμε άλλα τέτοια παραδείγματα με πρόσθετες "περιττές" συλλαβές σε παράγωγα λέξεων; Έχουμε τον υποκορισμό (ακόμα και ψηφαλάκι) αλλά αλλού;
 
Ίσως πιο συχνό από το μαμακίσιος να είναι το μαμαδίσιος (βρίσκω αρκετά "μαμαδίσια")
 
Βεβαίως και θα έπρεπε να λεξικογραφηθεί το ρουχάδικο, αλλά το ρουχαλάδικο είναι και κακοσχηματισμένο και κακόηχο. Εμένα μου θυμίζει τη ροχάλα (που, δεν μπορεί, κάποια συλλαβή θα πρέπει να πρόσθεσε στον ρόγχο). :-)
 
Back
Top