ριζάτος: αναζητείται η ετυμολογία της λέξης

Zazula

Administrator
Staff member
alati-xondro-hra-600x600.jpg

Ριζάτο είναι το ημίχοντρο αλάτι.
Λογικά (λόγω ορθογραφίας) η ετυμολογία της λέξης δεν σχετίζεται με το ρύζι — εκτός κι αν μας ήρθε μέσω της ιταλικής, όπως το ριζότο. Νοηματικά πάντως (λευκό και σπυρωτό, και για τα δύο) δεν θα αποτελούσε σημασιακό άλμα η υπόθεση για ύπαρξη κάποιας συσχέτισης.
Από την άλλη, τι άλλο θα μπορούσε να είναι το έτυμον — η ρίζα; Βέβαια αφού μιλάμε για ανθό αλατιού, τότε γιατί όχι και για ρίζες; Άλλωστε ο ανθός από την κορφή των αλυκών συλλέγεται, οπότε ίσως και το ριζάτο σε κάποια όψη της διαδικασίας συλλογής να παραπέμπει.
Οπότε επικαλούμαι τη συλλεξιλογική σοφία: Υπάρχει κανείς που γνωρίζει κάτι περισσότερο;
 

nickel

Administrator
Staff member
Είναι το ημίχονδρο αλάτι που θυμίζει ρύζι. Κανονικά γράφεται ρυζάτο.
 
Εδώ έχουμε και ριζάτο και ρύζι, και παρόλο που το ένα είναι με -ι- και το άλλο με -υ-, στο κείμενο συνδέονται ξεκάθαρα:

Το ταψί με το ριζάτο κοτόπουλο ήταν στη θέση του, αχνιστό.
Ανέβηκε στο ντιβάνι με τα γόνατα και πήρε θέση μπροστά στο ταψί, καθισμένος ανακούρκουδα.
Το Μάη θα’κλεινε 70 χρόνια που έτρωγε ανακούρκουδα, σαν το πουλί στο κλαρί.
«Δεν μπορώ, χαμηλά πλακώνομαι. Θέλω ψηλά να σας βλέπω»
Το Χρυσουλιώ τέσσερα στρώματα γονατιασμένα, είχε αλλάξει στο ντιβάνι της κουζίνας και πήγαινε για το πέμπτο.
«Θα πάω στην Έλλη, μου παρήγγειλε η Βούλα πως έπεσε κι έσπασε το χέρι της κι είναι κι ο Ηλίας στο κρεβάτι με γρίππη, την έχουν αλανιάσει τη Βούλα πάνω-κάτω να τους προσέχει, ογδόντα χρονών είναι κι αυτή, δεν αντέχει»

Πήρε το τάπερ μεγαλούτσικο, απ’ το ντουλάπι κι άρχισε να βάζει κοτόπουλο με ρύζι.
 
Top