ξενεφρίζεσαι

altan

Member
Good morning everybody,
This verb which I read at "Ασκητική" is a puzzle for me. Can you help me? Thanks.
-"Κύριε, ποιός είσαι; Σάν Κένταυρος υψώνεσαι μπροστά μου, με τα χέρια στον ουρανό τανυσμένα, με τα πόδια καρφωμένα στη λάσπη".

-"Είμαι Εκείνος που αιώνια ανεβαίνει"!

-"Γιατί ανεβαίνεις; Ξενεφρίζεσαι, αγωνιάς, μάχεσαι να ξεθηκαρώσεις απ' το ζώο. Απ' το ζώο κι από τον άνθρωπο. Μη με αφήνεις"!

-"Μάχουμαι, ανεβαίνω, για να μην πνιγώ. Απλώνω τα χέρια μου, πιάνουμαι απ' όλα τα ζεστά κορμιά, σηκώνω απάνω από το μυαλό το κεφάλι μου για ν΄ αναπνέψω. ολούθε πνίγουμαι, πουθενά δε χωρώ"!

-"Κύριε, γιατί τρέμεις";

-"Φοβάμαι! Ο σκοτεινός ανήφορος δεν έχει τελειωμό. Μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κι αιώνια ξεκορμίζει. μα το πνέμα της νύχτας αιώνια φυσάει να με σβήσει. Ο αγώνας μου όλος πάσα στιγμή κιντυνεύει. Ο αγώνας μου όλος σε κάθε κορμί κιντυνεύει.

Πατώ παραπατώ μέσα στις σάρκες, σαν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος, και φωνάζω: Βοήθεια!"
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η φράση μου έπεσε το νεφρό (μου έπεσαν τα νεφρά κλπ.) σημαίνει «σήκωσα μεγάλα βάρη και αισθάνομαι πόνο στη μέση». Η κατασκευή ξενεφρίζομαι σημαίνει το ίδιο ακριβώς. «Έχασα» το νεφρό μου (στερητικό ξε- στην αρχή).

Μπορούμε να συναντήσουμε πολλές παραλλαγές, κυρίως στη διατύπωση του νεφρού. Μου έπεσαν τα νεφρά (αφού είναι δυο), μου έπεσε το νεφρί (πιο λαϊκότροπο), μου έπεσε η νεφραμιά, αλλά το πιο ωραίο :-) είναι το μου έπεσαν τα απάκια, που σήμερα θα το δούμε γραμμένο και ως «μου έπεσαν τα πάκια» αντί «τ' απάκια», επειδή έχει ξεχαστεί στην καθημερινότητα η ετυμολογική αναφορά στα απάκια.
 
Top