Μου υπέδειξαν ότι μας έχουν κατακλύσει οι άπραγοι. Δεν μας έχουν λείψει οι αφελείς, αλλά το πρόβλημα είναι η απραξία. Πρόχειρο έχω το ΛΚΝ:
Είναι σαφής η διαφορά. Απραξία από τη μια, απειρία και αθωότητα από την άλλη.
Ας επωφεληθούμε από το νέο λεξικό Συνωνύμων (ΛΣΑΝΕΓ). Από σχετικό πλαίσιο αποσπώ τα δύο που μας ενδιαφέρουν:
Τι λέει το Ψάχνω την κατάλληλη λέξη;
Αν θεωρείτε ότι δεν ήταν σαφές στο πλαίσιο του ΛΣΑΝΕΓ, ας δούμε το λεξικό, το ΛΝΕΓ:
Με λίγα λόγια, αν έχεις το ΛΝΕΓ, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το άπραγος με τη σημασία τού άπρακτος, μόνο που η διαφορετική σημασία φαίνεται από το ότι τότε μπαίνει μετά από τα μένω / κάθομαι και ρήματα κίνησης (φεύγω / έρχομαι / γυρνώ): έμεινε άπραγος (=άπρακτος) | άπραγο παιδί (=άπειρο).
Αν έχετε μόνο το ΛΚΝ, το άπραγος με τη σημασία άπρακτος καλύτερα να αποφεύγεται (εγώ έχω μείνει σ' αυτή τη διάκριση).
άπρακτος -η -ο & άπραχτος -η -ο : που δεν κατάφερε, δεν πέτυχε κτ. που περίμενε, που ζητούσε από κπ.: Πήγαν να ζητήσουν βοήθεια, έφυγαν όμως άπρακτοι. H αντιπροσωπεία, μετά την απόρριψη των αιτημάτων της, γύρισε άπρακτη. || Μένω άπρακτος, δε δραστηριοποιούμαι, αδρανώ: Δεν έμεινε άπρακτος, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να διορθώσει την κατάσταση.
άπραγος -η -ο : που δεν έχει πείρα της ζωής, που είναι άπειρος και αθώος: Είναι ακόμα ένα άπραγο παιδί. || που δείχνει απειρία και αθωότητα: H μικρή τον κοίταξε με ένα άπραγο βλέμμα.
άπραγος -η -ο : που δεν έχει πείρα της ζωής, που είναι άπειρος και αθώος: Είναι ακόμα ένα άπραγο παιδί. || που δείχνει απειρία και αθωότητα: H μικρή τον κοίταξε με ένα άπραγο βλέμμα.
Είναι σαφής η διαφορά. Απραξία από τη μια, απειρία και αθωότητα από την άλλη.
Ας επωφεληθούμε από το νέο λεξικό Συνωνύμων (ΛΣΑΝΕΓ). Από σχετικό πλαίσιο αποσπώ τα δύο που μας ενδιαφέρουν:
«αυτός που δεν πράττει τίποτε»: συνώνυμα
Το απράγμων (και η απραγμοσύνη) δηλώνει «αυτόν που δεν πράττει τίποτε», «τον ράθυμο». Την ίδια σημασία εξέφρασε το (ήδη ελληνιστικό) άπραγος, που συνεκδοχικά δήλωσε περαιτέρω και «αυτόν που στερείται κάθε εμπειρίας, πράξεως», άρα «τον άπειρο, τον άμαθο» (άπραγο παιδί). […] Το άπρακτος, τέλος, χρησιμοποιούμενο ως κατηγορούμενο (δηλ. με ρήμα: «γύρισε άπρακτος»), και όχι ως επίθετο (με ουσιαστικό: *το άπρακτο παιδί!), δηλώνει «αυτόν που δεν έπραξε κάτι που επιδίωκε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του». Χρησιμοποιείται για πρόσωπα και συνοδεύεται από ρήματα κινήσεως («φεύγω/έρχομαι/γυρνώ... άπρακτος»).
Το απράγμων (και η απραγμοσύνη) δηλώνει «αυτόν που δεν πράττει τίποτε», «τον ράθυμο». Την ίδια σημασία εξέφρασε το (ήδη ελληνιστικό) άπραγος, που συνεκδοχικά δήλωσε περαιτέρω και «αυτόν που στερείται κάθε εμπειρίας, πράξεως», άρα «τον άπειρο, τον άμαθο» (άπραγο παιδί). […] Το άπρακτος, τέλος, χρησιμοποιούμενο ως κατηγορούμενο (δηλ. με ρήμα: «γύρισε άπρακτος»), και όχι ως επίθετο (με ουσιαστικό: *το άπρακτο παιδί!), δηλώνει «αυτόν που δεν έπραξε κάτι που επιδίωκε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του». Χρησιμοποιείται για πρόσωπα και συνοδεύεται από ρήματα κινήσεως («φεύγω/έρχομαι/γυρνώ... άπρακτος»).
Τι λέει το Ψάχνω την κατάλληλη λέξη;
άπρακτος (και άπραχτος) είναι αυτός που δεν κατάφερε να αρχίσει μια συγκεκριμένη προσπάθεια του ή την άρχισε αλλά δεν την ολοκλήρωσε (Πήγαν να μαζέψουν ροδάκινα, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι, γιατί τους έπιασε βροχή. Πήγε στην τράπεζα να πάρει δάνειο, αλλά γύρισε άπρακτος), ενώ άπραγος είναι αυτός που δεν έχει πείρα στη ζωή, ο άπειρος και αθώος: Είναι ακόμη άπραγο παιδί και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει σε μια τόσο δύσκολη υπόθεση. Ωστόσο τα δύο επίθετα έχουν και μια κοινή σημασία: αυτός που παραμένει αδρανής σε μια δεδομένη στιγμή είναι άπρακτος ή άπραγος: Κουνήσου να μας βοηθήσεις και μην κάθεσαι άπρακτος (ή άπραγος).
Αν θεωρείτε ότι δεν ήταν σαφές στο πλαίσιο του ΛΣΑΝΕΓ, ας δούμε το λεξικό, το ΛΝΕΓ:
άπραγος, -η, -ο 1. αυτός που δεν δραστηριοποιείται, που δεν ενεργεί: Μην κάθεσαι άπραγος! Βοήθησε και συ λίγο! ΣΥΝ. (λόγ.) απράγμων ANT. δραστήριος 2. αυτός που δεν έχει εμπειρία: άπραγο παιδί.
Με λίγα λόγια, αν έχεις το ΛΝΕΓ, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το άπραγος με τη σημασία τού άπρακτος, μόνο που η διαφορετική σημασία φαίνεται από το ότι τότε μπαίνει μετά από τα μένω / κάθομαι και ρήματα κίνησης (φεύγω / έρχομαι / γυρνώ): έμεινε άπραγος (=άπρακτος) | άπραγο παιδί (=άπειρο).
Αν έχετε μόνο το ΛΚΝ, το άπραγος με τη σημασία άπρακτος καλύτερα να αποφεύγεται (εγώ έχω μείνει σ' αυτή τη διάκριση).