άπρακτος - άπραγος

nickel

Administrator
Staff member
Μου υπέδειξαν ότι μας έχουν κατακλύσει οι άπραγοι. Δεν μας έχουν λείψει οι αφελείς, αλλά το πρόβλημα είναι η απραξία. Πρόχειρο έχω το ΛΚΝ:

άπρακτος -η -ο & άπραχτος -η -ο : που δεν κατάφερε, δεν πέτυχε κτ. που περίμενε, που ζητούσε από κπ.: Πήγαν να ζητήσουν βοήθεια, έφυγαν όμως άπρακτοι. H αντιπροσωπεία, μετά την απόρριψη των αιτημάτων της, γύρισε άπρακτη. || Μένω άπρακτος, δε δραστηριοποιούμαι, αδρανώ: Δεν έμεινε άπρακτος, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να διορθώσει την κατάσταση.

άπραγος -η -ο : που δεν έχει πείρα της ζωής, που είναι άπειρος και αθώος: Είναι ακόμα ένα άπραγο παιδί. || που δείχνει απειρία και αθωότητα: H μικρή τον κοίταξε με ένα άπραγο βλέμμα.

Είναι σαφής η διαφορά. Απραξία από τη μια, απειρία και αθωότητα από την άλλη.

Ας επωφεληθούμε από το νέο λεξικό Συνωνύμων (ΛΣΑΝΕΓ). Από σχετικό πλαίσιο αποσπώ τα δύο που μας ενδιαφέρουν:

«αυτός που δεν πράττει τίποτε»: συνώνυμα
Το απράγμων (και η απραγμοσύνη) δηλώνει «αυτόν που δεν πράττει τίποτε», «τον ράθυμο». Την ίδια σημασία εξέφρασε το (ήδη ελληνιστικό) άπραγος, που συνεκδοχικά δήλωσε περαιτέρω και «αυτόν που στερείται κάθε εμπειρίας, πράξεως», άρα «τον άπειρο, τον άμαθο» (άπραγο παιδί). […] Το άπρακτος, τέλος, χρησιμοποιούμενο ως κατηγορούμενο (δηλ. με ρήμα: «γύρισε άπρακτος»), και όχι ως επίθετο (με ουσιαστικό: *το άπρακτο παιδί!), δηλώνει «αυτόν που δεν έπραξε κάτι που επιδίωκε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του». Χρησιμοποιείται για πρόσωπα και συνοδεύεται από ρήματα κινήσεως («φεύγω/έρχομαι/γυρνώ... άπρακτος»).

Τι λέει το Ψάχνω την κατάλληλη λέξη;

άπρακτος (και άπραχτος) είναι αυτός που δεν κατάφερε να αρχίσει μια συγκεκριμένη προσπάθεια του ή την άρχισε αλλά δεν την ολοκλήρωσε (Πήγαν να μαζέψουν ροδάκινα, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι, γιατί τους έπιασε βροχή. Πήγε στην τράπεζα να πάρει δάνειο, αλλά γύρισε άπρακτος), ενώ άπραγος είναι αυτός που δεν έχει πείρα στη ζωή, ο άπειρος και αθώος: Είναι ακόμη άπραγο παιδί και δεν ξέρει πώς να ενεργήσει σε μια τόσο δύσκολη υπόθεση. Ωστόσο τα δύο επίθετα έχουν και μια κοινή σημασία: αυτός που παραμένει αδρανής σε μια δεδομένη στιγμή είναι άπρακτος ή άπραγος: Κουνήσου να μας βοηθήσεις και μην κάθεσαι άπρακτος άπραγος).

Αν θεωρείτε ότι δεν ήταν σαφές στο πλαίσιο του ΛΣΑΝΕΓ, ας δούμε το λεξικό, το ΛΝΕΓ:
άπραγος, -η, -ο 1. αυτός που δεν δραστηριοποιείται, που δεν ενεργεί: Μην κάθεσαι άπραγος! Βοήθησε και συ λίγο! ΣΥΝ. (λόγ.) απράγμων ANT. δραστήριος 2. αυτός που δεν έχει εμπειρία: άπραγο παιδί.

Με λίγα λόγια, αν έχεις το ΛΝΕΓ, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το άπραγος με τη σημασία τού άπρακτος, μόνο που η διαφορετική σημασία φαίνεται από το ότι τότε μπαίνει μετά από τα μένω / κάθομαι και ρήματα κίνησης (φεύγω / έρχομαι / γυρνώ): έμεινε άπραγος (=άπρακτος) | άπραγο παιδί (=άπειρο).

Αν έχετε μόνο το ΛΚΝ, το άπραγος με τη σημασία άπρακτος καλύτερα να αποφεύγεται (εγώ έχω μείνει σ' αυτή τη διάκριση).
 

Zazula

Administrator
Staff member
Δεν σου έχω πει να ρίχνεις μια ματιά και στον Γεωργακά, που αποδελτιώνει;
άπραγος2, -η, -ο [ápraγos] (1) [...] (2) inert, idle, slothful, indolent (syn αδρανής 2, άπρακτος 2, νωθρός, οκνός) μην κάθεσαι ~ κ' είναι κακό πράμα | κάνε γρήγορα τη δουλειά σου, άπραγε άνθρωπε | θαρείτε κιόλα, πως έτσι ήμουνα πάντα, ένας κυρ-Aντρέας αχαΐρευτος, κακογερασμένο γεροντοπαλλήκαρο, άνθρωπος ~ (Myriv) | o Kινέζος, δεν είναι ~, αλλά δουλεύει την ιστορική του μοίρα και εμποδίζει τους άλλους να του την καταπατήσουν (Theodorakop) | οι βουτηχτάδες μέναν άπραγοι· στρογγυλοκαθισμένοι στην πλώρη, παίρνανε τώρα τον καφέ, ώσπου νά 'ρθει η ώρα για το φαΐ (Zappas) | δειλινό Kυριακής, αυτή η φοβερή, η σερνάμενη ώρα, μέσα στο σπίτι, η άρρωστη ώρα, η άπραγη που σπάει τα νεύρα (Panagiotop) | poem έργα δεν έχω, τίποτε | που αξίζει να σας φέρω· | κρύος, ~ δεν ξέρω | παρά να τραγουδώ (Palam) | … ακουμπισμένοι στ' άπραγο το δόρυ | με δακρυσμένα ανάβλεπαν τα μάτια | το πέλαο … (Sikel).(a)lacking in energy or will, passive, inactive (syn παθητικός)οι γέροι του, που κι αυτοί από τη δυστυχία είχαν καταντήσει άπραγοι και δειλοί (Xenop) | το κρύο έτσουζε … περασμένα μεσάνυχτα, κι αυτός στεκότανε ~ μπροστά στην καγκελένια πόρτα του περιβολιού του (KPolitis) | η Hώ ήταν καθισμένη με το κεφάλι σκυφτό, με τα χέρια άπραγα πάνω στα γόνατά της, αμίλητη (DOikonomidis) | μονάχα ο Ψ. απόμεινε, πρώτη φορά ~, αμήχανος και φρικτά κουρασμένος (Chatzianagnostou) | poem μην πάρεις τη ματιά σου | απ' τη σκιά, | που έμεινε βουβή, | θλιμμένη κι άπραγη | πλάι στο κόκκινο φανάρι (Zervanos). (3) empty-handed, unsuccessful (syn άπρακτος 1) μιλάμε ιστορίες και στάσεις στην Προβάτα, που πήγε το απόσπασμα με τον Άγιο Eπιστάτη κ' έφυγε άπραγο (Papantonis) | στην Πάτρα βρήκαν αντίλογο από ντόπιους μουδιασμένους στρατιωτικούς που … τους προέτρεψαν να φύγουν πίσω άπραγοι (ChZalokostas) | μ' άδεια τα χέρια γύρισα στο μώλο, ~ (Zappas). (4) [...] [fr postmed, MG <- PatrG ἄπραγος 'futile, ineffective' (Symmachus, Interpr. VT, Judges, 9.4, 2nd/3rd c. AD) § K]

Όλες οι σημασίες και στον Κριαρά (ΝΕΛ):
άπραγος, , -ο, επίθ. 1. που δεν κατόρθωσε να φέρει κάτι σε πέρας: μετά από πολλές προσπάθειες γύρισε ~. 2. αδρανής: μην κάθεσαι ~. 3. άπειρος: είναι -η σ' αυτή τη δουλειά (συνών. αδέξιος, αδαής). 4. (μεταφ.) απονήρευτος: παιδί -ο.
άπρακτος, , -ο και -χτος, επίθ. 1. που δεν κατόρθωσε να φέρει κάτι σε πέρας: γύρισαν -οι (συνών. άπραγος). 2. που δεν κάνει τίποτα: κάθονται στο καφενείο -οι. 3. (νομ.) που δεν διαπράχθηκε, δεν εκτελέστηκε: αδίκημα -ο· προθεσμία -η (συνών. ανεκτέλεστος).

Κττμά πρόκειται απλώς για έλλειψη στην πληρότητα του ορισμού που δίνει για το άπραγος το ΛΚΝ, καθότι (όπως τα ιεραρχεί κι ο Κριαράς, άλλωστε), η σημασία άπραγος = άπρακτος είναι η συχνότερη σήμερα.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Δηλαδή, καταλήγουμε ότι οι δύο λέξεις είναι πλέον συνώνυμες;
 

nickel

Administrator
Staff member
Συνώνυμα δεν είναι αφού δεν μπορείς να πεις ότι το άπρακτος σημαίνει άπειρος και αθώος. Αλλά μπορούμε να λέμε ότι η κυβέρνηση έχει μείνει άπραγη όλους αυτούς τους μήνες.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ωραία, δεν είναι συνώνυμες, είναι όμως interchangeable; Όταν κάποιος θέλει να μιλήσει για αδράνεια, είτε πει άπραγος, είτε άπρακτος, είναι ένα και το αυτό;
 

nickel

Administrator
Staff member
Έτσι. Άμα μάλιστα συγκρίνεις τα έμεινε άπραγος με τα έμεινε άπρακτος, θα δεις ότι τα πρώτα είναι εξαπλάσια.
 
Top