Οι εκδότες έχουν εντελώς αντίθετη άποψη και προτιμούν τις σημειώσεις τέλους λόγω χαμηλότερου κόστους.
Το χαμηλότερο κόστος είναι μια δικαιολογία που συνήθως προβάλλουν οι εκδότες επειδή ακούγεται πιο ακαταμάχητο επιχείρημα από τις δυο ουσιαστικές αιτίες, οι οποίες είναι α) η ελάχιστη παραπάνω δουλειά στη σελιδοποίηση που απαιτούν οι μακροσκελείς υποσημειώσεις και κυρίως β) ο φόβος τους ότι το βιβλίο θα πουληθεί λιγότερο αν φορτώνεται το υποσέλιδο με υποσημειώσεις.
Οι σημειώσεις τέλους είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας μπελάς και στην χειρότερη ένας εύσχημος τρόπος να ξεμπερδεύει κανείς με παραπομπές που δεν θα διαβάσει σχεδόν ποτέ κανείς, οι δε σημειώσεις στο τέλος του κεφαλαίου είναι ένα μεσαιωνικό μαρτύριο το οποίο έχουν σκαρφιστεί για τους φιλομαθείς αναγνώστες οι εκδότες.
Κατά τα άλλα, οι υποσημειώσεις δεν περιέχουν μόνο απλές βιβλιογραφικές παραπομπές, ή τσιτάτα που εικονογραφούν ένα επιχείρημα. Ενίοτε είναι ο κατάλληλος αλλά και αναγκαίος χώρος για να περιγραφεί εν συντομία η ιστορία της έρευνας για το θέμα, να εκτεθούν οι εξαιρέσεις σε μια θεωρία που αναπτύσσεται στο κυρίως κείμενο ή και να αναπτυχθεί ένα επιχείρημα δευτερεύον ίσως ως προς ό,τι περιλαμβάνεται στο κυρίως κείμενο, αλλά και αναγκαίο του συμπλήρωμα. Γενικώς, οι σημειώσεις, όπως τις αντιλαμβάνομαι και τις χρησιμοποιώ εγώ, συνδιαλέγονται με το κυρίως κείμενο και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του.
Σ' ένα πρόσφατο (σπουδαίο)
βιβλίο για την αρχαιοελληνική θρησκεία, ένα τούβλο κοντά 600 σελίδων, ο συγγραφέας του, περιβόητος για τις μακροσκελείς του υποσημειωσεις, έχει ένα χαριτωμένα σνομπ σχόλιο (σελ. 18-20, υπάρχουν στα γκουγκλοβιβλία) για όσους ενοχλούνται από αυτό του το κουσούρι:
I am quite aware that all this does not suffice as an apology in the eyes of the scholars who do not like footnotes. For them, however, I have an, apparently so far unsuspected, way out of the problem: one need not read them (all).
Και ακολουθεί μια υποσημείωση. :)