Μια που λέμε για τους αγρότες που δεν είναι αγρότες, να πω κι εγώ την άλλη λέξη που έχω δει να μπερδεύει, τον μύλο που δεν είναι μύλος αλλά εργοστάσιο.
Mill 1. a building equipped with machinery for grinding grain into flour.
2. a factory fitted with machinery for a particular manufacturing process.
...
Έχουμε τώρα και τα diploma mills:
A diploma mill (also known as a degree mill) is a company or organization who claims to be a higher education institution but which offers illegitimate academic degrees and diplomas for a fee. These degrees may claim to give credit for relevant life experience, but should not be confused with legitimate prior learning assessment programs. They may also claim to evaluate work history or require submission of a thesis or dissertation for evaluation to give an appearance of authenticity. Diploma mills are frequently supported by accreditation mills, set up for the purpose of providing an appearance of authenticity.
... demeriticon: :down: το ονείδιο
Το ρήμα bark χρησιμοποιείται συνήθως με την κυριολεκτική σημασία «γαβγίζω», αλλά έχει και δευτερεύουσα μεταφορική σημασία «διατάζω ή ρωτώ με δυνατή, κοφτή φωνή». Πολλοί ξένοι το αγνοούν αυτό, όπως ένας δημοσιογράφος τού BBC έμαθε με τον δύσκολο τρόπο στη Βόρεια Κορέα.
Ετυμολογίες: (Οι αριθμοί σε [ ] δείχνουν αιώνα εισόδου της λέξης στη γλώσσα.)
host Indo-European * ghostis denoted ‘stranger’. From it were descended Germanic * gastiz (source of English guest), Greek xénos ‘guest, stranger’ (source of English xenon and xenophobia), and Latin hostis ‘stranger, enemy’. This original meaning is retained in the derived adjective hostile [16], but the noun itself in postclassical times came to mean ‘army’, and that is where (via Old French) English got host ‘army’ [13] from. Its main modern sense, ‘large number’, is a 17th-century development. But Latin had another noun, hospes ‘host’, which was probably derived from hostis. Its stem form, hospit-, passed into Old French as hoste (whose modern French descendant hôte means both ‘host’ and ‘guest’). English borrowed this in the 13th century, giving it a second noun host, quite distinct in meaning, but ultimately of the same origin. (Other English words that owe their existence to Latin hospes include hospice, hospital, hostel, hotel, and ostler.) But that is not the end of the host story. English has yet another noun host, meaning ‘bread of the Eucharist’ [14]. This comes via Old French hoiste from Latin hostia ‘sacrifice, victim’.
... Στη φράση "a broil of fume he sends ahead of his host" (το σχετικό κομμάτι ξεκινάει από το 1:42 στο παρακάτω απόσπασμα), η λέξη host χρησιμοποιήθηκε με την έννοια της στρατιάς, αλλά ο υποτιτλιστής, προφανώς γνωρίζοντας μόνο τη συνηθέστερη σημασία τού οικοδεσπότη, έγραψε το εξής: «Με μια έκρηξη καπνού "καλοδέχεται" τον επισκέπτη.»
Το customer στην έκφραση "cool customer" δεν έχει τη σημασία του πελάτη που μάθαμε όλοι ως πρώτη σημασία. Ακόμη και στο σχετικό λήμμα του Wordreference βλέπουμε τη δεύτερη σημασία: άνθρωπος, τύπος. Και όλη μαζί η έκφραση σημαίνει κάτι σαν "είσαι κουλ άτομο" ή "είσαι άνετος τύπος" ή "είσαι ψύχραιμος [άνθρωπος]" - αλλά όχι πελάτης.
File δεν είναι μόνο ο φάκελος, είναι και η λίμα - γιατί ακούω σε μεταγλωττισμένη παιδική εκπομπή τον φυλακισμένο να ρωτάει τον επισκέπτη αν είναι κρυμμένος ο φάκελος μέσα στην τούρτα...
...και κοντεύω να βάλω τα κλάματα :curse:
...
Το παρακάτω μού το έστειλαν, αλλά δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε. Στο τρέιλερ της καινούργιας ταινίας του Σκορσέζε με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο (Shutter Island, Το νησί των καταραμένων) ο U.S. marshal, αντί για «αστυνόμος» ή «σερίφης», μεταφράζεται «στρατάρχης». ... Στρατάρχη που να επιδεικνύει το σήμα του δεν έχω ξαναδεί.
Παρεμπιπτόντως, εσείς ποια θα διαλέγατε;