Η λέξη μπαίνει στα λεξικά:
Wikipedian /wɪkɪˈpiːdɪən/
noun
a person who contributes to the collaboratively written online encyclopedia Wikipedia, especially on a regular basis: to committed Wikipedians, the site is the embodiment of an ideology of free information for all
Origin:
early 21st century: from Wikipedia (from wiki and encyclopedia), the proprietary name of the online encyclopedia
http://oxforddictionaries.com/definition/english/Wikipedian
Και η ελληνική απόδοση υπάρχει ήδη εκεί που πρέπει:
Βικιπαιδιστές είναι οι χρήστες που συνεισφέρουν στη Βικιπαίδεια.
Οι Βικιπαιδιστές έχουν δικαίωμα:
Οι εγγεγραμμένοι Βικιπαιδιστές έχουν δικαίωμα:
Ειδικά δικαιώματα όπως κλειδώματος σελίδων και φραγής χρηστών έχουν οι διαχειριστές.
http://el.wikipedia.org/wiki/Βικιπαίδεια:Βικιπαιδιστές
Wikipedian /wɪkɪˈpiːdɪən/
noun
a person who contributes to the collaboratively written online encyclopedia Wikipedia, especially on a regular basis: to committed Wikipedians, the site is the embodiment of an ideology of free information for all
Origin:
early 21st century: from Wikipedia (from wiki and encyclopedia), the proprietary name of the online encyclopedia
http://oxforddictionaries.com/definition/english/Wikipedian
Και η ελληνική απόδοση υπάρχει ήδη εκεί που πρέπει:
Βικιπαιδιστές είναι οι χρήστες που συνεισφέρουν στη Βικιπαίδεια.
Οι Βικιπαιδιστές έχουν δικαίωμα:
- Να γράφουν σε όλες τις σελίδες
- Να δημιουργούν νέες σελίδες
- Να προτείνουν διαγραφή σελίδων
- Να διαγράφουν το περιεχόμενο των σελίδων
Οι εγγεγραμμένοι Βικιπαιδιστές έχουν δικαίωμα:
- Να γράφουν σε ημι-κλειδωμένες σελίδες
- Να διατηρούν σελίδα για τον εαυτό τους και τις συζητήσεις τους.
Ειδικά δικαιώματα όπως κλειδώματος σελίδων και φραγής χρηστών έχουν οι διαχειριστές.
http://el.wikipedia.org/wiki/Βικιπαίδεια:Βικιπαιδιστές