metafrasi banner

periprocedural = (ιατρ.) περιεγχειρητικός, περιεπεμβατικός

Fofiko

New member
Κείμενο ιατρικού περιεχομένου χρησιμοποιεί τον όρο "periprocedural" και αναφέρεται στο διάστημα λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά από μια διαδικασία.
π.χ. στο πλαίσιο μελέτης εφαρμόζεται μια διαδικασία και ο ασθενής παθαίνει "periprocedural myocardial infraction"


Ο "περιδιαδικαστικός" φαίνεται να είναι μια λύση (θα είναι άραγε κατανοητό;), όμως δεν το έχω μέχρι στιγμής συναντήσει πουθενά οπότε μάλλον κάπου κρύβεται κάποια άλλη εκδοχή;



Ευχαριστώ για τις ιδέες :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή συνήθως έχει να κάνει με επεμβάσεις, νομίζω ότι συνήθως χρησιμοποιείται το περιεπεμβατικός, π.χ. περιεπεμβατικές επιπλοκές.

Εδώ και το περιεπεμβατικό έμφραγμα μυοκαρδίου.

Και καλώς ήρθες, βεβαίως (πρόσθεσε ο ξεχασιάρης).
 

nickel

Administrator
Staff member
Καταχρηστικό, μόνο αν θα το χρησιμοποιούσες μαζί με το περιεπεμβατικό. :) Απ' όσο βλέπω, το περιεγχειρητικός είναι πολύ πιο συνηθισμένο.
 
Top