metafrasi banner

learned

nickel

Administrator
Staff member
learned
Pronunciation: /ˈləːnɪd/
adjective
(of a person) having acquired much knowledge through study: a learned, generous, and notoriously absent-minded man
- showing, requiring, or characterized by learning; scholarly: an article in a learned journal
- British used as a courteous description of a lawyer in certain formal contexts: my learned friend

ODE

Προσοχή στην προφορά. Άλλο ο αόριστος και η χρονική μετοχή (learned [ləːnt, ləːnd] ή learnt [ləːnt]) και άλλο η μετοχή σε θέση επιθέτου [ˈləːnɪd].

Έχουμε λοιπόν αποδόσεις όπως: πολυμαθής, ευρυμαθής, ελλόγιμος (και ελλογιμότατος, most learned) ή λόγιος (π.χ. learned form = λόγιος τύπος).

Για το δικαστήριο, το «my learned friend» θα γίνει «o αξιότιμος συνάδελφος». Και, όπως έμαθα σήμερα, στην Κύπρο λένε: «ο ευπαίδευτος συνάδελφος»!
 

Zazula

Administrator
Staff member
Κι άλλες αποδόσεις εδώ:
Υπάρχουν δύο επίθετα learned από τη μετοχή του learn. Αυτό που έχουν συνήθως τα λεξικά, που προφέρεται ['lɜːnɪd] και σημαίνει (για άνθρωπο) λόγιος, ελλόγιμος, πολυμαθής, σοφός και (για πραγματείες κ.ά.) εμπεριστατωμένος, εμβριθής, σοβαρός κ.λπ.
[...]
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Και, όπως έμαθα σήμερα, στην Κύπρο λένε: «ο ευπαίδευτος συνάδελφος»!
Καλά, στην Κύπρο λένε και «άνευ βλάβης» για το without prejudice. Νομίζω ότι πρέπει να τους απαγορευτεί να μεταφέρουν όρους στα ελληνικά από τα αγγλικά, δεν είναι ακόμα έτοιμοι.
 
Top