metafrasi banner

hawk a loogie

Καλημέρα και καλή εβδομάδα!

Όταν κάποιος φτύνει φλέμα, την κίνηση που κάνει, δηλαδή το γδάρσιμο του λαιμού για να ανεβάσει το φλέμα στο στόμα, πώς θα την περιγράφατε; Στο βιβλίο μου τονίζεται συνέχεια αυτή η αηδιαστική κίνηση και ο σιχαμερός ήχος που κάνει κάποιος επιδεικτικά πριν φτύσει διαφόρων μεγεθών φλέματα.
Καθάρισε το λαιμό του και έφτυσε το φλέμα;
Έβηξε και...
Έγδαρε το λαιμό του...;
Έφερε ένα φλέμα στο στόμα του και το έφτυσε;
 

nickel

Administrator
Staff member
Να μην ξεχάσεις τη ροχάλα στις περιγραφές σου. :-)

Π.χ. Καθάρισε τους βρόγχους του και ξαμόλησε μια ροχάλα.

Από τις προτάσεις σου προτιμώ το «καθάρισε το λαιμό του».
 

nickel

Administrator
Staff member
Μερικές ακόμα αηδιαστικές λεπτομέρειες από το ODE, λήμμα hawk:


hawk (3)
Clear the throat noisily:
he hawked and spat into the flames
1.1 [with object] (hawk something up) Bring phlegm up from the throat.
The whole thing sticks in my throat like a fish bone, and I've got to hawk it up or choke to death on it.
Well most people can hawk it up and spit it out of their mouth… but I cannot do that.
I was prepared to neatly hawk it up, wipe my mouth, and toss my little bag in the nearest trash can.


Origin
late 16th century: probably imitative.

http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/hawk?q=hawk
 

daeman

Administrator
Staff member
...
απόχρεμψη : η αποβολή με το βήχα των διάφορων εκκρίσεων από τους βρόγχους και από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.
(ΛΚΝ)

απόχρεμψη : med expectoration ~ πτυέλων και πύου: αύξηση της απόχρεμψης| ναρκωτικές ουσίες εμποδίζουν την ~ | η ακμή της προσπάθειας του οργανισμού προς απομάκρυνση των βλαβερών στοιχείων από το σώμα λέγεται κρίση και γίνεται με την απόχρεψη, τον ιδρώτα και τα ούρα (Katsigra)
αποχρέμπτομαι : expectorate (Γεωργακάς)

expectorate = πτύω, αποπτύω, αποχρέμπτομαι, αποφλεγματίζω, (κν.) βγάζω φλέγματα
(GWord)

αποχρέμπτομαι, αναχρέμπτομαι, πτυαλίζω / πτυελίζω
: βήχοντας βγάζω από το στόμα φλέματα

εκχρέμπτομαι : με απόχρεμψη βγάζω πτύελα ή φλέγματα, αποπτύω, αποχρέμπτομαι

υποχρέμπτομαι : αποχρέμπτομαι ελαφρώς, βγάζω λίγα φλέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + χρέμπτομαι «εκβάλλω φλέγμα, βήχω»]

συναναχρέμπτομαι : βήχοντας βγάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναχρεμψάμενος τὴν ψυχὴν μετὰ τοῡ φλέγματος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναχρέμπτομαι «αποχρέμπτομαι, βήχοντας βγάζω φλέματα»]

ξεροχαλίζομαι : αποβάλλω φλέγματα, αποχρέμπτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ρόχαλο «φλέγμα»]
 

Earion

Moderator
Staff member
ζαφείρια = ροχάλες

τα κιτρινο-γαλαζο-πράσινα φλέματα που προκύπτουν απ' τον τσιγαρόβηχα, το κρυολόγημα, τη φθίση, κλπ., που σου στέκονται στο λαιμό και δε μπορείς να τα φτύσεις, ούτε να τα καταπιείς (...) μπλιαχ! (πιθανά συνώνυμα: ροχάλα, τάλιρο, λίρα, κλπ.)

Ήταν (είναι) οι καπνίλες, οι στάχτες, τα ρετσίνια, τα λάδια και άλλα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ ... και, κατ' επέκταση, στο λαρύγγι του χρήστη, μαζί με τη σχετική πικρίλα.

Το (...) σοροπιαστό γλυκό που κατανάλωναν το πάλαι ποτέ οι χασικλήδες (...) μετά που είχαν «κάνει» ή «φουμάρει» ή «πιει» τη τζούρα τους, ώστε να πάνε κάτω τα ζαφείρια ... (κανταϊφάκι, μπακλαβαδάκι, φοινίκι/μελομακάρονο, γαλατομπούρεκο, σάμαλι, κτλ.), να φύγει η πίκρα. (...)

Ανέλιξη του να πάνε κάτω τα ζαφείρια ίσως είναι η πιο γνωστή έκφραση να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μεταφορικά, τα ντέρτια κι οι καημοί, χωρίς σχέση με τσιγαρλίκια και τεκέδες.
 
Top