metafrasi banner

disquieting = ανησυχητικός | ανησυχαστικός, που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις / εφησυχάσεις

nickel

Administrator
Staff member
Δεν μπορώ να μη σχολιάσω αυτή τη γλωσσική παρατήρηση που διάβασα στο χτεσινό του Σαραντάκου για την Παρασκευή και 13 του Παρισιού.

Ναι, πολύ καλό άρθρο — και, χμ, ανησυχαστικό (προσπαθώ να αποδώσω το disquieting που δεν είναι -νομίζω- απλώς το ανησυχητικό).
https://sarantakos.wordpress.com/2015/11/14/paris/#comment-320177

Πράγματι, το disquieting συχνά δεν είναι τόσο αυτό που σου προξενεί ανησυχία και αναστάτωση, αλλά αυτό που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις ή αυτό που δεν σου επιτρέπει να εφησυχάσεις, που σε ξεβολεύει, που σου στερεί το βόλεμα.

Να δούμε το γλωσσικό σχόλιο του λεξικού του Μπαμπινιώτη, να νιώσουμε ωστόσο και την επιθυμία να χρησιμοποιηθεί το ανησυχαστικός σε σχέση με το ησυχάζω, για αυτή τη μικρή διαφοροποίηση στη σημασία.


ανησυχητικός, -ή, -ό [1888] κ. (καταχρ.) ανησυχαστικός [1889] αυτός που προκαλεί ανησυχία: ~ή κατάσταση / τροπή / εξέλιξη ΣΥΝ. επικίνδυνος ANT. καθησυχαστικός, ανακουφιστικός. — ανησυχητικά/-ώς [1895] επίρρ. [ΕΤΥΜ. Μεταφρ. δάνειο από γαλλ. inquiétant].

ανησυχητικός ή ανησυχαστικός;
Ορθότερο και κανονικό —χωρίς πρόβλημα παραγωγής και σχηματισμού— είναι το ανησυχητικός < ανησυχώ (<ανήσυχος) (πβ. καλλιεργώ > καλλιεργητικός, συμπαθώ > συμπαθητικός, ποιώ > ποιητικός κ.ο.κ.). Κατά τα ησυχάζω - ησυχαστικός και καθησυχάζω - καθησυχαστικός, πλάστηκε καταχρηστικά και ανησυχαστικός σαν από ρ. *ανησυχάζω, που δεν μπορεί να σχηματιστεί ορθώς, αφού το στερητ. α(ν)- συντίθεται μόνο με ονόματα (αν-ίσχυρος, αν-αξιοπρεπής, αν-ασφαλής, αν-ομβρία κ.τ.ό.). Το εσφαλμένο αν-ησυχάζω, που πήγε προς στιγμήν να σχηματιστεί (Σπ. Τρικούπης, 1860), προσέκρουσε στο αίσθημα των ομιλητών και δεν επικράτησε. O λεξικογράφος Γ. Ζηκίδης παρατηρεί για το ανησυχαστικός: «νέα λέξις μοχθηρά γενομένη κατά το καθησυχαστικός... διότι μη υπάρχοντος τού ανησυχάζω και τού άνησυχαστής δεν δύναται να ύπαρξη και το ανησυχαστικός». Ας σημειωθεί, προς τούτοις, ότι έναντι του αρχαίου ήσυχος, το μεν ανήσυχος είναι μόλις μεσαιωνικό, το δε ανησυχώ είναι νεότ. λόγιος σχηματισμός, ενώ το ανησυχητικός εμφανίζεται από το 1888 (το ανησυχαστικός μαρτυρείται αργότερα, από το 1889).
 
Top